Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015

Προς Ιστορικούς:

Να θυσιάσω θέλω εκατόμβες σε βωμούς
πάνω από τάφους αληθινούς
και όχι άλλα κενοτάφια
και τιμές ν' αποδώσω σε νεκρούς,
πείτε μου μόνο
ποιοι είναι οι ήρωες μου...

Κυριακή 14 Ιουνίου 2015

Ο καιόμενος

'Καίγομαι!' Φώναξε...
'Εδώ είναι μια λάμψη από σίδερο
και αίμα
κι ο ήλιος φαντάζει σαν σπίθα
από άχυρο.'

Το φεγγάρι βούλιαξε ολάκερο
στον πορφυρό ουρανό.

'Όσους λαμπτήρες η νύχτα αν ανάψει,
όσους αστέρες κι αν πυρπολήσει
ο πλάστης μου,
θα σβήσουν μες τη φλόγα ετούτη
που στο σώμα μου μαίνεται,
σαν χορτάρια χαμένα
απ' του Τίγρη την ορμή,
που Θεούς από βάρθρα ναών ξεκληρίζει!'

'Καίγομαι!'

Μια ψυχή σπαραγμένη απ' τη μνήμη
σφαδάζει...

Σάββατο 6 Ιουνίου 2015

ΤΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ

ΤΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ
Συρία, 2015

Δεν βρήκαν τίποτα σε κεινη την πολη
παρα μονο αγαλματα.
Οταν μπηκαν με τις λογχες στα χερια
στο βαθος του καμπου οι θεριστες πετρωσαν
το σταρι σκλήρυνε σαν λίθος
κι οι ψυχες τους εφυγαν
απ τα παραθυρα των καλύβων τους,
που τώρα χάσκουν ορθάνοικτες στο φως.
Από τότε τα φεγγάρια πλήθυναν,
γίναν οι ίσκιοι πιότερο έντονοι
και τα κεφάλια των πετρωμένων θεριστών
θυμίζουν κάτι απ τη νύχτα εκείνη
με τα μάτια σαν μαβιές, μεγάλες γούβες,
που χωράνε
δεκατέσσερεις νεκρούς!

Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2015

Ο ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΗΣ








Τους στεναγμούς μου

ποτέ δε μπόρεσα να κηδεύσω

και πήρα κορμάκια μικρών νηπίων,

κόκαλα χαμένων ηρώων,

πληγιασμένα σώματα

μονάχων γερόντων

να θάψω μαζί με την πίκρα.



Κηδεύω τα πουλιά

που πέσαν σκοτωμένα

από τους κεραυνούς

και γύρω ακούγονται

τα πένθιμα

άσματα των κύκνων.



Τη θλίψη ποτέ δε μπόρεσα

να πάρω από ματάκια

ορφανεμένων παιδιών

και θάβω τα κρίνα

μαζί με το μύρο τους.

ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ



Όλοι μιλούσαν για κείνο το μαχαίρι

που εξείχε στο πέτο του

σαν άλικο τριαντάφυλλο

στη μέση της καρδιάς του.

Ένα μαχαίρι καρφωμένο στις λέξεις του,

ένας σουγιάς καρφωμένος στο μυαλό του,

σαν κεντρί από σφήκα

σφηνωμένο κατάσαρκα

στην άκρη των χεριών του.



Κι οι άλλοι γύρναγαν την πλάτη

και βλέπαν με μάτι γυμνό

ένα μαχαίρι καρφωμένο βαθιά

μέσα στη μνήμη,

ένα μαχαίρι διάφανο να διχοτομεί

τη συνείδηση τους, σα γυάλινο καρφί

σφηνωμένο κατακόρυφα μες το κρανίο.



Κι αυτός ανήμπορος να το σηκώσει

έσερνε τα πόδια του,

ενέδιδε ολοένα στην κοφτερή του λάμα

κάθε μέρα και πιο σκυφτός,

κάθε νύχτα και πιο ωχρός

συντροφευμένος με το θάνατο

σ’ ένα τοπίο βαρυφορτωμένο

από λέξεις αναιμικές

σ’ ένα σταθμό σκουριασμένο

από κουρασμένα τραίνα

κι ένα λιμάνι από σπασμένα καράβια

που τα πανιά τους σκίστηκαν

από βοριάδες κι αστραπές

και τώρα κοντοστάθηκαν

στην άκρη να πεθάνουν.








ΞΕΚΙΝΗΜΑ



Κάθε φορά που ξεκινώ,

αφήνω πίσω μου ένα τέλμα.

Η ζωή κατρακυλά κάτω απ’ τα πόδια μου

κι όταν κινδυνεύω να πέσω,

αρπάζομαι απ’ το μίτο μιας αράχνης.

Προσπαθώ να ισορροπήσω

ανάμεσα σε μια παγωμένη λίμνη

και στο βρεγμένο χορτάρι απ’ τη νοτιά,

όπου στέκουν ακόμα οι πατημασιές των αλόγων.



Όλοι μιλούν για έναν πόλεμο που τέλειωσε,

οι αψίδες μαρτυρούν τις αντρειωμένες νίκες,

μα οι νικητές ακοίμητοι,

κουβαλάνε στα σπλάχνα μια γέενα που κοχλάζει

και ρίχνουν στις φλόγες

τα λάφυρα του τρόμου,

κάτω απ’ τις λεύκες με τις γρήγορες ριπές,

όπου στάθηκαν μάρτυρες του χαλασμού εκείνου.

Κι εγώ ξέχασα την ψυχή μου

σε μια πλαγιά από καρδερίνες

κι αδιαφέντευτα μείναν τα όπλα μου.



Μέσα μου τα είδωλα οσίων,

όπως στάλες αυγής,

υπομένουν αμίλητα την καύτρα του ήλιου.



Αγαπώ, μισώ….

Δεν ξέρω αν μπορώ ν’ αγαπήσω,

όταν γύρω μου πληθαίνουν

οι φωνές των εξεγερμένων,

ή να μισήσω, όταν τα λάβαρα

υψώνονται, σημαίες μελανές στο φως.

Υπάρχω μήπως γιατί γεννήθηκα εδώ,

ή μήπως ο δικός μου θάνατος

θα σηματοδοτήσει την ανάσταση

κάποιων ανθρώπων;



Με τα χέρια απλωμένα,

αναζητώ τις ανάσες των άλλων,

κι όταν δεν τα καταφέρνω,

ο Νώε μέσα μου ανοίγει

τα τρομαγμένα του μάτια,

μαζεύει την παγωμένη του πνοή

και τότε η καρδιά μου γίνεται

μια πέτρα από χιόνι.



Κι όταν δυο δρόμοι πάλι

ανοίγονται μπροστά μου,

μια άβυσσος ανεξιχνίαστη

γκρεμίζεται πίσω μου.

Εάν μισήσω, ίσως αυτό

να είναι το τέλος των ανθρώπων

κι αν όμως αγαπήσω,

θα ζήσω για πάντα

στον ύπνο των νεκρών….


Ωραίοι όσοι αντιστάθηκαν και έπεσαν,
υπέροχοι αυτοί που επέζησαν μετά την τραγωδία
κι επέλεξαν να μείνουν αφανείς.

ΑΠΤΑΙΣΤΗ ΟΜΟΙΟΤΗΤΑ

Το παλικάρι αυτό
ήταν ο υιός μου ο αγαπητός.
Είχε το ίδιο πιγούνι με μένα,
τα ίδια μελιά μάτια,
μια ομοιόμορφη ελληνική μύτη,
όπως κι εγώ
και την ίδια ραγισματιά
από το μεσοφρύδι μέχρι τα χείλια
από κείνο τον κίονα
που είχε πέσει απάνω μου
επί περσικών πολέμων.

Αποχαιρετισμός ή Συνομιλία με τον Κ. Μόντη



Κάθε που φεύγω, Πενταδάκτυλε,
είναι που πρέπει να σε βλέπω
όσο κι αν σβήνεις λίγο - λίγο,
όσο κι αν λιγοστεύεις λίγο - λίγο
μαζί με τα χέρια μου
κι όσο κι αν θέλω Πενταδάκτυλε,
δεν έχω πια δάκτυλα να σ' αποχαιρετήσω,
γιατί ποτέ μου δεν τα σήκωσα πρωτύτερα,
να δώσω ένα χέρι,
να σπρώξω την πλάτη σου,
για να τους αποσήσεις!

Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2015

Αντιπαλεύει η μέρα με το σκότος
και παίρνει ο νους φωτιά κι ανάβει πρώτος.
Γίνεται ήλιος το χαρτί κι οι λέξεις πόθος.
Φως μες το φως αναγεννάται
κι όμως σκότος!