Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

Εκείνη η βροχή στο δρόμο σου,
είναι το κλάμα των νεκρών,
που ερωτευμένοι διάβηκαν
το μονοπάτι της ζωής,
χωρίς να ζήσουν ως τα πέρατα του κόσμου.

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

Η ΠΕΡΤΙΚΑ

Η πέρτικα
Εξέβην πάνω στο βουνόν να γλυκοτραουδήσει
τζι αντάμωσεν το ταίριν της, να νυχτοπαρπατήσει.

Αντάμα εθκιαβήκασιν το όρος της αγάπης
τζι εξέραν πως για να στραφούν δεν είσιεν μονοπάτιν.
Ορμάνια, κάμπους, ποταμούς αφήκαν τ’ απισών τους,
μα δεν εκάνεν το νερόν να σβήσει το λαμπρόν τους.
Τα δέντρα εδήννασιν καρπόν, γιατ’ ήτουν καλοτζαίριν
τζι ήτουν τα σύκα ολόγλυκα τζι εστάσσαν ούλλα μέλιν.
Τζι ήτουν γοιον να ξημέρωννεν, στους όχτους τζαι στ’ αυλάτζια,
τζι ο ουρανός εγρούσιζεν, στου ήλιου τα κονάτζια.
Τα σιηλιόνια ’σμίασιν τζαι στα ψηλά πετούσαν,
τζι ύστερα πάλε χαμηλά, τζαι γλυκοτζιελαδούσαν
Η πίκρα εγένετουν χαρά τζαι γλύκα το μαράζιν,
τζι όσσον τζι αρκίναν ο Θεός το φως του να χαράσσει.
Τζι άξιππα εσκοτείνιασεν τζι εμαύρισεν ο κόσμος
τζι εφάνην ήτουν η στιμή, πο’ ννα τους εύρει ο πόνος.
Λαλεί του «μείνε δίχα μου» τζι ελούθην του κλαμάτου
τζι ετρέχασιν τ’ αμμάθκια του τζι εβρέχαν την καρκιάν του.
«Αν θέλεις», είπεν, «χάννουμαι που τον δικόν σου δρόμον,
αμμά που μέσα εννα πονώ άμα ννα μείνω μόνος».
Τζι αννοίει τες αλάτες της τζαι π’ ομπροστά του εχάθην
τζι έμεινεν τζείνος ξηστικός να κρούζει τζαι ν’ ανάφτει.