Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

Η θάλασσα

Είπουν να γράψω τες χαρές που θμιαμοιράζ η αγάπη
τζιαι το μολύβιν έσπασεν τζει πάνω στο γινάτιν
τζι είπουν να γράψω, αγάπη μου, πόσα μαράζια κάμνει
τζι εγίνην ο ουρανός χαρτίν τζι η θάλασσα μελάνιν.

Η θάλασσα π αγάπησεν ενός βουνού την άκρην
τζιαι ξωδικλά περίλυπη, λουμένη μες το δάκρυν
τζιαι μάσιεται εξωψυσιής την κορυφήν να φτάσει
τζιαι θκια λεβέντες όμορφους του θάνατου μοιράσιν.

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

Ξηφώτιν

Έλα ψυσιή μου, μεν αρκείς τζιαι ζιω με τον καμόν σου,
είμαι φωθκιά π άψες εσού τζιαι κρούζει το λαμπρόν σου.

Αντάν να βκει που πανωθκιόν ο ήλιος τζιαι φωτίσει,
τζείν η καρκιά μου μάσιεται ώσπου να πει να δύσει,

να πιάσω τζείνον το στρατίν, τζείνον το μονοπάτιν,
να βκω κρυφά στην πόρταν σου, πον πόξω τ αλακάτιν.

Το γιασεμίν στην πόρταν σου, μουσκολοούν οι τόποι
τζιαι μες τ αμμάθκια σου το φως τζιαι λάμπει το ξηφώτιν.

Ξηφώτιν εγεννήθηκες τζι αθθίσαν τα στενά σου
τζι εζευκαρώνναν τα πουλιά π ακούαν την λαλιάν σου.

Τα δέντρα αννοίαν τους αθθούς τζι εδήνναν τον καρπόν τους
τζι ούλλα μουσκομυρίζασιν στους κάμπους τζιαι στους όχτους.

Ξηφώτιν σ είδα αγάπη μου τζι αντζέλοι ήταν κοντά σου
τζι εφτερατζίζασιν γυρών τζι εφέγγαν τα μαλλιά σου.

Ξηφώτιν έφτασα ξανά κοντά στην γειτονιάν σου
πέρκι φανείς τζι αννοίξεις μου τζιαι πάρω τα φιλιά σου.



Από τη συλλογή " της αγάπης τζιαι του καμού"

Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

Άννοιξεν τζειν το στόμαν του τζι είπεν να τραουδήσει,
να πει για τζείνους π αγαπούν ως πόσιει φως η κτήση.
Τζι εξέβην αναστεναμός που μέσα στην ψυσιήν του,
παντές τζι εράισεν η γη, πριχού να πει το πειν του.

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Ούλον θωρείς την θάλασσαν

Ούλον θωρείς την θάλασσαν τζαι τάσσεις της πετράδκια
το τζύμμαν της το άγριον νάκκον για να μερώσει
τζαι της ψυσιής σου της φτωσιής συνάεις τα κομμάθκια,
πέτραν να σύρει πίσω της τζι άσπρον παννίν ν απλώσει.

Γιατί τ αμμάθκια σου τα δκυο λαλούν πως εν καθρέφτης
τζιαι μέσα τους πως φαίνουνται τζιαι θάλασσες τζαι ξέρη
τζι αν έσιει πλάσμαν ποννα πει τ ανάποδον εν ψεύτης
τζαι την αλήθκειαν πούποτε με γνώρισεν, με ξέρει.

Άννοιξες όπως τα φτερά τ άσπρα τα δκυο σου σιέρκα
μέσα εις τες αγκάλες σου να με ποσιαιρετίσεις
τζιαι μες τα στήθη τα φτωχά μου εκάρφωσες μασιαίρκα
τζι έγειρα όπως το πουλλίν να με ποτζιεφαλίσεις.

Μανούλλα μου, τ αμμάθκια μου δκυο ποταμοί που τρέχουν
τζι απου τον αναστεναμόν ραϊζουσιν τα όρη
ανταν να δω στον ύπνον μου πλεούμενα να φεύκουν
τζι εσέναν πάνω να πετάς τζιαι να μου φεύκεις κόρη.


Διέξοδος, 2010

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

Άγγελος

Βρήκα τον άγγελο μου,
καθόταν στο περβάζι,
μου έτεινε το χέρι
και στάθηκα ψηλά,

Με κοίταξε στα μάτια
μέσα στο καλοκαίρι
και μου βαλε ασημένιο
στεφάνι στα μαλλιά.

Είχε πηγές για μάτια
και στάχυα για μαλλιά
ποτάμια στα δυο χέρια,
πηγάδια στην καρδιά.

Για χείλια δυο κοχύλια
γαλάζια, χρυσαφιά,
που μαργαριταρένια
αφήνανε πουλιά.


"η φωνή" 2007

Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

ΟΜΟΛΟΓΙΑ

ΟΜΟΛΟΓΙΑ

Χαράζω τη στερεμένη λίμνη
και γεμίζω τις άσπρες σελίδες
με σήματα.
Τρυπώ την πέτρα
και σκοτεινιάζει ο ουρανός.
Ψέλνω στα ξωκλήσια τον εσπερινό
και σιωπούν τα πουλιά.
Τραγουδώ την ελεγεία της Άνοιξης
και μαδούν τα λουλούδια.

Τ´ αμπάρια έχουν αδειάσει.
Ο χρόνος πρέπει ν´ αποδώσει
το χρέος του έσπερου στον ήλιο.

Απόψε κάρφωσα στο στήθος
το πέτρινο σύμβολο του Άδη.

Σταυρώνω τη σιωπή μου στο είδωλο του φεγγαριού
κι απιθώνω τα μαχαίρια των σκοπευτών στον ήλιο.

Η Κυρά Της Λέμπας κλαίει.



Από τη συλλογή " πήλινα χέρια" 2004

Κυριακή 1 Απριλίου 2012

ΣΤΟΝ ΓΡΗΓΟΡΗ

8.ΣΤΟΝ  ΓΡΗΓΟΡΗ
Βεβήλωσαν τη μνήμη του Γρηγόρη Αυξεντίου γράφοντας υβριστικά συνθήματα στην προτομή του”.


Αυτός που σου πλήγιασε το σώμα
δεν είναι η φωτιά των σιδερόφραχτων Άγγλων,
μήτε ο κεραυνός από του Δία το χέρι,
που θνητούς υπερήφανους γυρεύει να κάψει.
Εγώ μιλάω για ήρωες
και το πλήθος αυτό που συνωστίζεται γύρω μου
τη φωνή μου λαμβάνει ως ήχο κουφό,
που θλιμμένος γυρνάει σε μένα ανεπίδοτος
κι ως ποτάμι από λέξεις στην άβυσσο πέφτει

Τα όνειρα σου από πάντα τα έκανες μόνος
με αγάπη απλόχερη γι' αυτούς τους ανθρώπους,
που εκδηλώσεις λατρείας σε σένα τελούσαν
απ' τα χέρια σου ψάχνοντας ακτίδες φωτός
τη νύχτα εκείνη που φλεγόσουν ολάκερος
σαν φεγγάρι ολόγιομο γι' αυτούς π' αγαπούσες.

Τι γυρεύεις αλήθεια, ένας ήρωας νεκρός
μες τη μέση του κόσμου,
που στο πάλλευκο μάρμαρο μέσα κατοίκησε
σαν Θεός που ονειρεύεται μόνος στον κόσμο
με τα πλήθη των άστρων που βυθίζονται ξέχωρα
στ' ουρανού τη θεόρατη βουβή ερημία;

Ποια πορεία κινάς κι έρημος λιτανεύεις
μ’ ένα πλήθος ηρώων δίχως χέρια ξωπίσω σου
σαν Θεών εκμαγεία κι αγάλματα μόνα
που τη θλίψη του κόσμου
περιφέρουν στα σπλάχνα τους;

Αυτός που σου πλήγιασε την ψυχή
δεν είναι οι πύρινες φλόγες
από τα στόματα των χήρων του πολέμου.
Είναι η καταχνιά των ανθρώπων
που σε ήρωες ψάχνουν αλλόφρονες
βωμούς να στεριώσουν,
μα για ήρωες όμως οι λέξεις φτηνές
και σαν κύμβαλα φρούδα
στ' αυτιά των Θεών ξεψυχούνε.


"Το κοράκι και το δέντρο", 2010

Το κοράκι και το δέντρο

Μέσα στον κόσμο
το κοράκι είναι ο πόνος
και το δέντρο ο ποιητής
και μέσα στον ποιητή
κοιμάται ένα κρυφό ποτάμι.
Πετάει το κοράκι, αναδιπλώνεται
πιάνει κορφές εκεί ψηλά μέσα στο δάσος,
βρίσκει τροφή και γυρνάει στο χώμα,
βρίσκει νερό στο μυστικό ποτάμι, ξεδιψά.
Τις νύχτες γυρνάει ξανά στο δέντρο
και γίνονται οι κραυγές του ποίημα
και γίνεται ο κόσμος πιο πλατύς
κι ο χρόνος γίνεται βαθύτερος.


"το κοράκι και το δέντρο" ,2010