Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

ΤΟ ΤΡΕΝΟ

ΤΟ  ΤΡΕΝΟ
Τον ύπνο δεν τον προσκαλώ, μήτε το θάνατο.
Δεν είμαι πια μικρό παιδί
για να με νανουρίζουν μες την κούνια,
ούτε και γέροντας  με μοιρολόγια
να μου πλέξουν προσευχές.

Κάποτε είχα λίγους φίλους,
άλλοι μισέψανε βαθιά μες το σκοτάδι
κι οι άλλοι γίναν κάτοπτρα
σε αίθουσες συγχρωτισμού,
όπου το φως διαθλάται ανερμάτιστο
κι οι κώμες των ανθρώπων μοιάζουνε ξανθές.

Κι εγώ πορεύομαι ανάμεσο του κόσμου
σε μια οδό μ’ ανήλιαγα μπαλκόνια
κι ένα παλτό με τσέπες τρύπιες απ’ το χρόνο
απ’ όπου φεύγουν μόνο όσα
εδώ δεν πρόκειται να μείνουν
κι όσα θα μείνουν πάλι
είναι ραμμένα και κρυμμένα
σε πουγκί γερό, στη μέσα τσέπη
ετούτου του πανωφοριού μου.

Το ξέρω βέβαια, πως κάπου εκεί στο τέρμα
με περιμένει ένα τρένο σκοτεινό
μ’ ένα οδηγό που η όψη του
με συννεφιά φαντάζει
κι ένα σταθμάρχη που το χέρι θα του σφίξω
θενά του δώσω το πουγκί
και θα του πω με πρόσωπο βαθιά θλιμμένο:

«Φεύγω λοιπόν. Αν λυπάμαι για κάτι,
είναι που δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω
όλα αυτά που εδώ θα μείνουν
κι απ’ όσα πάλι έχουν φύγει
τα χείλη μείνανε στεγνά
κι εγέμισαν με δάκρυα
τα ποτάμια του κόσμου».



"Αμνηστία", 2011

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2011

ΣΩΜΑΤΑ

ΣΩΜΑΤΑ

Ποθούσε εκείνο τ’ αγκάλιασμα της αγάπης
κάτω απ’ το φως,
που επιβεβαιώνει την ύπαρξη
και δίνει τη ζωή σ’ όλα τα σώματα που υπάρχουν,
σ’ όλα όσα χάθηκαν, μα οι σκιές τους
συντροφέψαν το χορτάρι που δεν πατήθηκε,
μόνο αναπήδηξε από οίστρο
για κείνα τα κορμιά των πόθων
που πληθύνονται από θαύμα.
Όμως σαν άγγελος καθόταν
με τις φτερούγες πετρωμένες,
τα χείλια με τους πόθους
της αγάπης μαρμαρωμένα,
τη σκόνη καθισμένη στα βλέφαρα
κι ορκίζονταν πως ένα τάμα
στη Θεά με τα χίλια χέρια,
με τα χίλια πρόσωπα,
πίσω τα λάφυρα θα πάρει
του θανάτου,
να τα δωρίσει στα χλοϊσμένα δέντρα
που θάλλουν ερωτευμένα με τον άνεμο,
να στρέψει τους δείκτες του ρολογιού,
να πάρει πίσω το χρόνο,
ν’ αρχίσουν τα χείλια να κινούνται,
τα σώματα ν’ αγκαλιάζονται,
οι ψυχές να λατρεύουν
ακόμα και την τέφρα του δέντρου,
που θυμήθηκε λίγο πριν την πυρκαγιά
τα γυμνά ποδαράκια
που το πάτησαν κάποτε. 


Από τη συλλογή "ΑΜΝΗΣΤΙΑ", 2011

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

Από τη συλλογή "ΑΜΝΗΣΤΙΑ", 2011

ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥΣ
Ήρωες! Πού πάτε; Εγώ θα σας ανακαλύψω;
Εσείς κρυφτήκατε πίσω απ' τις μέρες π' ακολούθησαν,
μες τα κλαριά των χλοϊσμένων δέντρων,
κάτω από τραίνα που εφύγαν γαντζωμένοι,
κι απάνω το βαρύ φορτίο με τις μνήμες μας
και με τα στέφανα του γάμου,
τις γυναίκες και τις αδελφές σας.

Εδώ το φως έχει τους δείκτες των στιγμών
απ' τα ρολόγια κερματίσει
και η βροχή απ' τις πέτρες τα αίματα ξεπλύνει
κι έχουν οι κάμπιες τα σκουλήκια τους
κι οι σφήκες το κεντρί τους ξεγεννήσει μες το χρόνο,
μέσα στον ύπνο μας
και στο τραπέζι μας απάνω
φαρμάκι αδειάζει μια οχιά μες τα ποτήρια,
πίνουμε και βλαστάνε δόντια φιδιού μέσα στο στόμα μας,
τα μάτια μας μικρύναν επικίνδυνα
και δεν κοιταζόμαστε πια,
μόνο οι γλώσσες μας μακρύναν υπερβολικά
και τρέμουμε ο ένας τη σκιά του άλλου
κι ένας δράκος κατοίκησε τώρα στην πηγή μας
κι ως λάφυρο γυρεύει κάποιον να πάρει απ' τα παιδιά μας.

Όταν σας φώναξα εκείνη την Άνοιξη,
που λιτανεύαν οι μαργαρίτες και τα πετεινάρια
σε σοκάκια των πουλιών,
με τις φωνές ακόμα πεταμένες στο χώμα,
με τα παιγνίδια της πρώτης μου νιότης
ριγμένα  στις πέτρες,
κάποια λιγνή νεράιδα μου έγνεψε στο φως των αστεριών
κι εκεί έσκαψα και ΣΑΣ ΒΡΗΚΑ
μέσα σε τάφους ομαδικούς,
με τα σημάδια των μαρτυρίων
γραμμένα στους σκελετούς σας,
το φως άπλετο να βγαίνει
από τις τρύπες απ' τις σφαίρες στα κρανία σας
κι έχασα εκεί τη νιότη και το φως μου....

Από τη νέα συλλογή "Αμνηστία", isbn ISBN 978-9963-8938-5-0

Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ

Όταν ο Μέγας βασιλεύς της Πόλης, Κωνσταντίνος,
γυρνούσε λένε νικητής  με το «εν τούτω νίκα»,
από της Ρώμης που έσβησε  τ’ άντρο των αλλοθρήσκων,
θριάμβου εστήσανε σ’ αυτόν καμάρες να περάσει
και με χλαμύδες αργυρές μ’ ολόχρυσα πλουμίδια
κι ενδύματα ολοπόρφυρα της δόξας τον εντύσαν
κι απ’ τα λαμπρά τα λάφυρα τ’ άριστα του χαρίσαν.

Όμως μια γραία καρτερική, η έντιμη τροφός του,
που τον ανέθρεψε στο φως και στης τιμής το δρόμο
σ’ ένα φεγγάρι θαλερό, που εστάθη ν’ αγναντέψει,
έτσι ορκιζόταν κι έλεγε στο φως των ομματιών της:
ότι καθόλου ο βασιλιάς θριαμβευτής δεν βγήκε
στης Πόλης τα παράθυρα τα πλήθη να γητεύσει.

Μόνο εκαθόταν θλιβερός στη μαύρη κάμαρη του
κι ύψωνε τάμα στο Θεό το στέμμα να του πάρει
και τις χρυσές φτερούγες του που μαρτυρούν τη νίκη
Του εγύρευε με τη φωτιά το σίδερο να δέσει
μ’ αστροπελέκι αστραφτερό στο χώμα να τις ρίξει.
Αυτά μονάχος εύχουνταν του κόσμου ο στρατηλάτης,
μήπως τρανά ψηλοπατεί και νικηθεί από Κείνον.