Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

Η ΠΛΕΡΩΜΗ

Η   ΠΛΕΡΩΜΗ
Όταν εγώ θα ρίχνω τα βαριά της πλερωμής νομίσματα
ένα – ένα στο τραπέζι,
εσύ, που μου εστάθης πιότερο φίλος κι απ’ τους φίλους,
πιότερο κάτω κι απ’ τους άλλους θενά σέρνεσαι
και μάταια θα γυρεύεις  έκτακτες εξόδους να διαφύγεις.

Κράτησε όμως κάτι μες τη θύμηση,
το νόμισμα μου με τα ίδια
στις δυο όψεις σύμβολα γραμμένα.

Θα ’ρθει καιρός που απ’ το πουγκί σου θενά βγάλεις
το ίδιο να πλερώσεις νόμισμα με μένα
όλους αυτούς που τώρα συνωστίζονται σε μακριές ουρές,
γυρεύοντας σου επίμονα υπογραφή να δώσεις,
στους λόφους  της Ιερουσαλήμ, για να με σύρουν
και να με σταυρώσουν.


"Αμνηστία", 2011

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

ΤΟ ΤΡΕΝΟ

ΤΟ  ΤΡΕΝΟ
Τον ύπνο δεν τον προσκαλώ, μήτε το θάνατο.
Δεν είμαι πια μικρό παιδί
για να με νανουρίζουν μες την κούνια,
ούτε και γέροντας  με μοιρολόγια
να μου πλέξουν προσευχές.

Κάποτε είχα λίγους φίλους,
άλλοι μισέψανε βαθιά μες το σκοτάδι
κι οι άλλοι γίναν κάτοπτρα
σε αίθουσες συγχρωτισμού,
όπου το φως διαθλάται ανερμάτιστο
κι οι κώμες των ανθρώπων μοιάζουνε ξανθές.

Κι εγώ πορεύομαι ανάμεσο του κόσμου
σε μια οδό μ’ ανήλιαγα μπαλκόνια
κι ένα παλτό με τσέπες τρύπιες απ’ το χρόνο
απ’ όπου φεύγουν μόνο όσα
εδώ δεν πρόκειται να μείνουν
κι όσα θα μείνουν πάλι
είναι ραμμένα και κρυμμένα
σε πουγκί γερό, στη μέσα τσέπη
ετούτου του πανωφοριού μου.

Το ξέρω βέβαια, πως κάπου εκεί στο τέρμα
με περιμένει ένα τρένο σκοτεινό
μ’ ένα οδηγό που η όψη του
με συννεφιά φαντάζει
κι ένα σταθμάρχη που το χέρι θα του σφίξω
θενά του δώσω το πουγκί
και θα του πω με πρόσωπο βαθιά θλιμμένο:

«Φεύγω λοιπόν. Αν λυπάμαι για κάτι,
είναι που δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω
όλα αυτά που εδώ θα μείνουν
κι απ’ όσα πάλι έχουν φύγει
τα χείλη μείνανε στεγνά
κι εγέμισαν με δάκρυα
τα ποτάμια του κόσμου».



"Αμνηστία", 2011

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2011

ΣΩΜΑΤΑ

ΣΩΜΑΤΑ

Ποθούσε εκείνο τ’ αγκάλιασμα της αγάπης
κάτω απ’ το φως,
που επιβεβαιώνει την ύπαρξη
και δίνει τη ζωή σ’ όλα τα σώματα που υπάρχουν,
σ’ όλα όσα χάθηκαν, μα οι σκιές τους
συντροφέψαν το χορτάρι που δεν πατήθηκε,
μόνο αναπήδηξε από οίστρο
για κείνα τα κορμιά των πόθων
που πληθύνονται από θαύμα.
Όμως σαν άγγελος καθόταν
με τις φτερούγες πετρωμένες,
τα χείλια με τους πόθους
της αγάπης μαρμαρωμένα,
τη σκόνη καθισμένη στα βλέφαρα
κι ορκίζονταν πως ένα τάμα
στη Θεά με τα χίλια χέρια,
με τα χίλια πρόσωπα,
πίσω τα λάφυρα θα πάρει
του θανάτου,
να τα δωρίσει στα χλοϊσμένα δέντρα
που θάλλουν ερωτευμένα με τον άνεμο,
να στρέψει τους δείκτες του ρολογιού,
να πάρει πίσω το χρόνο,
ν’ αρχίσουν τα χείλια να κινούνται,
τα σώματα ν’ αγκαλιάζονται,
οι ψυχές να λατρεύουν
ακόμα και την τέφρα του δέντρου,
που θυμήθηκε λίγο πριν την πυρκαγιά
τα γυμνά ποδαράκια
που το πάτησαν κάποτε. 


Από τη συλλογή "ΑΜΝΗΣΤΙΑ", 2011

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

Από τη συλλογή "ΑΜΝΗΣΤΙΑ", 2011

ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥΣ
Ήρωες! Πού πάτε; Εγώ θα σας ανακαλύψω;
Εσείς κρυφτήκατε πίσω απ' τις μέρες π' ακολούθησαν,
μες τα κλαριά των χλοϊσμένων δέντρων,
κάτω από τραίνα που εφύγαν γαντζωμένοι,
κι απάνω το βαρύ φορτίο με τις μνήμες μας
και με τα στέφανα του γάμου,
τις γυναίκες και τις αδελφές σας.

Εδώ το φως έχει τους δείκτες των στιγμών
απ' τα ρολόγια κερματίσει
και η βροχή απ' τις πέτρες τα αίματα ξεπλύνει
κι έχουν οι κάμπιες τα σκουλήκια τους
κι οι σφήκες το κεντρί τους ξεγεννήσει μες το χρόνο,
μέσα στον ύπνο μας
και στο τραπέζι μας απάνω
φαρμάκι αδειάζει μια οχιά μες τα ποτήρια,
πίνουμε και βλαστάνε δόντια φιδιού μέσα στο στόμα μας,
τα μάτια μας μικρύναν επικίνδυνα
και δεν κοιταζόμαστε πια,
μόνο οι γλώσσες μας μακρύναν υπερβολικά
και τρέμουμε ο ένας τη σκιά του άλλου
κι ένας δράκος κατοίκησε τώρα στην πηγή μας
κι ως λάφυρο γυρεύει κάποιον να πάρει απ' τα παιδιά μας.

Όταν σας φώναξα εκείνη την Άνοιξη,
που λιτανεύαν οι μαργαρίτες και τα πετεινάρια
σε σοκάκια των πουλιών,
με τις φωνές ακόμα πεταμένες στο χώμα,
με τα παιγνίδια της πρώτης μου νιότης
ριγμένα  στις πέτρες,
κάποια λιγνή νεράιδα μου έγνεψε στο φως των αστεριών
κι εκεί έσκαψα και ΣΑΣ ΒΡΗΚΑ
μέσα σε τάφους ομαδικούς,
με τα σημάδια των μαρτυρίων
γραμμένα στους σκελετούς σας,
το φως άπλετο να βγαίνει
από τις τρύπες απ' τις σφαίρες στα κρανία σας
κι έχασα εκεί τη νιότη και το φως μου....

Από τη νέα συλλογή "Αμνηστία", isbn ISBN 978-9963-8938-5-0

Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ

Όταν ο Μέγας βασιλεύς της Πόλης, Κωνσταντίνος,
γυρνούσε λένε νικητής  με το «εν τούτω νίκα»,
από της Ρώμης που έσβησε  τ’ άντρο των αλλοθρήσκων,
θριάμβου εστήσανε σ’ αυτόν καμάρες να περάσει
και με χλαμύδες αργυρές μ’ ολόχρυσα πλουμίδια
κι ενδύματα ολοπόρφυρα της δόξας τον εντύσαν
κι απ’ τα λαμπρά τα λάφυρα τ’ άριστα του χαρίσαν.

Όμως μια γραία καρτερική, η έντιμη τροφός του,
που τον ανέθρεψε στο φως και στης τιμής το δρόμο
σ’ ένα φεγγάρι θαλερό, που εστάθη ν’ αγναντέψει,
έτσι ορκιζόταν κι έλεγε στο φως των ομματιών της:
ότι καθόλου ο βασιλιάς θριαμβευτής δεν βγήκε
στης Πόλης τα παράθυρα τα πλήθη να γητεύσει.

Μόνο εκαθόταν θλιβερός στη μαύρη κάμαρη του
κι ύψωνε τάμα στο Θεό το στέμμα να του πάρει
και τις χρυσές φτερούγες του που μαρτυρούν τη νίκη
Του εγύρευε με τη φωτιά το σίδερο να δέσει
μ’ αστροπελέκι αστραφτερό στο χώμα να τις ρίξει.
Αυτά μονάχος εύχουνταν του κόσμου ο στρατηλάτης,
μήπως τρανά ψηλοπατεί και νικηθεί από Κείνον.

Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011

"πήλινα χέρια", 2004, isbn 9963 - 8938 - 0 - 5

ΑΠΟΧΡΩΣΗ

Του άρεσε να βάφει με μύρια χρώματα
το τέλειο σώμα του Θεού.
Σίμωσα λίγο, σήκωσε το χέρι
κι οι αχτίδες γιόμισαν την κόγχη του ναού.
Κι είχε πια γίνει μια διάφανη εικόνα
κι είχε στα χείλια του το γέλιο του Χριστού.

Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011

ΕΝΔΗΜΙΚΟ. Υπό τον υπότιτλο ΣΑΛΤΟ ΜΟΡΤΑΛΕ


3. ΕΝΔΗΜΙΚΟ *

Μέσα μου ο τρόμος δεν πεθαίνει
κάποτε αναρωτιέμαι αν η σάρκα
τρέφεται απ’ την ψυχή, ή το ανάποδο.
Μέσα μου τα τέρατα επιβιώνουν.
Κάποιων ανθρώπων τα πρόσωπα
είναι φρικτά
κι αναζητούν τα είδωλα τους
στην ψυχή μου.
Περιφέρω το μισό μου σώμα
σ’ αίθουσες και διαδρόμους
ασφυκτικά γεμάτους από φίλους.
Στ’ άλλο μισό ενδημεί ο τρόμος
μέσα σε τζάμια
και σπασμένες γέφυρες,
μέσα σε φίλους νεκρούς
που μου τους πήρε ως λάφυρα,
μέσα σε τερατόμορφους ανθρώπους
που μου θυμίζουν πράγματα
που προσπαθώ να θάψω.

* Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Άνευ, Άνοιξη 2010

Σάββατο 27 Αυγούστου 2011

ΕΚΤΕΛΕΣΤΗΣ


1.ΕΚΤΕΛΕΣΤΗΣ *

Με περιμένει 
στη στροφή με το μαχαίρι,
σαν έρχομαι από μέρη
ανεξιχνίαστης ροπής,
σαν κατρακύλισμα ψυχής
ή σαν αντάρα,
που μέσα της πέφτω
χαμένος από έρωτα.
Με πετυχαίνει πάντα
σ’ εκείνο το κόκκινο αιμάτινο σημείο,
που ακάλυπτο
πετιέται στο πεδίο βολής.

 * Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Άνευ, Άνοιξη 2010

από τη συλλογή "διέξοδος", 2010

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

Από τη συλλογή "διέξοδος", 2010, ISBN 978 – 9963 – 8938 – 3 - 6

ΡΥΑΚΙ
Αναζήτησα  ένα ρυάκι
με νάμα να ξεπλύνω τις πληγές μου,
μη φοβηθείς και την καρδιά σου δεν αφήσεις
τα μάτια μου γλυκέ μου να ορίσει
κι εγίνης ποταμός
και το ρυάκι μου κατάπιες.
Ένα ποτάμι γύρεψα
τις πίκρες μου να ρίξω
μην πικραθείς
και πνίξει το μαράζι την ψυχή σου
κι από σιμά βουλήσεις να μισέψεις
κι εγίνης χείμαρος
τις πίκρες μου να πνίξεις
Κι όταν σου γύρεψα ένα χείμαρο
τον έρωτα μας μέσα ν’ αβγατίσω,
μου χάρισες τη θάλασσα
το αλμυρό φιλί σου να γνωρίσω.


ΜΙΑ  ΣΤΙΓΜΗ  ΧΑΡΑΣ
Αν μπορούσα να κρατήσω
εκείνη τη στιγμή της χαράς,
να την παρατείνω στο χρόνο,
δια-τείνοντας την σ’ όλη τη διάρκεια του,
σ’ όλο το άπειρο των στιγμών του,
μες τους διάχυτους αιθέρες
που θριαμβολογεί μια τρομπέτα,
μες τους αγρούς της διαρκούς εξέγερσης
των παπαρούνων και των λουλουδιών,
μες τον τρελό χορό των  πυρφόρων
και των άλικων νεράιδων,
ολβία θα με κράζανε και μακαρία,
μέχρι και πέρ’ από το τέλος
ετούτης της ταπεινής μου ύπαρξης.

Σάββατο 6 Αυγούστου 2011

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΘΛΙΜΜΕΝΑ ΜΑΤΙΑ

Το κορίτσι με τα θλιμμένα μάτια.
 (Στην ψυχολόγο Λίζα Ζαμπά, που μας επισκέφτηκε στις 23/03/10 , ημέρα Τρίτη μαζί με τον κ. Γεωργιάδη, από τη ΔΕΑ και μας έφερε το μαντάτο της ανεύρεσης και ταυτοποίησης των λειψάνων ενός εικοσιεννιάχρονου παιδιού, του θείου μου Ανδρέα Πέτρου Χατζηχριστοδούλου, έφεδρου καταδρομέα από τη Λάπηθο, που συνελήφθη ως αιχμάλωτος και εκτελέστηκε από τους Αττίλες τον Ιούλιο του 1974. Η κοπέλα είχε την ίδια θλίψη στα μάτια με τον θείο μου, γι’ αυτό από διαίσθηση κατάλαβα τι θα μου πει).


Μόλις είχε αρχίσει να σουρουπώνει εκείνο τ’ ανοιξιάτικο δείλι, που η ευωδιά των γιασεμιών έμπαινε απ’ το παράθυρο και η μαρτιάτικη δροσιά έσμιγε με τ’ αγέρι, έσμιγε με τον έσπερο κι άπλωνε τη γλύκα της σ’ όλα τα μέλη του κορμιού, σ’ όλα τα κύτταρα της νόησης, για να ιδούν την Έγερση του Άδωνη, που τόσο νέο,  η γη ήταν αδύνατο να τον κρατήσει κι η Άνοιξη τον ήθελε ολοδικό της, για να ολοκληρωθεί.
Ένα μικρό φεγγάρι έγειρε σαν περίεργο παιδί, να δει μέσ’ απ’ το παράθυρο το κορίτσι με τα θλιμμένα μάτια, που μόλις πρόβαλε στην πόρτα και γιόμισε το σπίτι με λυκόφως. Δεν ξέρω πώς, ούτε γιατί, αλλά στα μάτια της είχε μια λύπη βαθιά, που πήγαινε πέρ’ απ’ τη ζωή, πέρ’ απ’ το θάνατο, σα να ’ταν αυτή η μόνη μάρτυρας στα Πάθη Του, που κανείς θνητός δεν αντίκρισε, έξω απ’ τη χαρμόσυνη στιγμή της Αναστάσεως.
Κι ένιωσα κείνη τη στιγμή μια παγωνιά, σα να ’χε ο χρόνος άξαφνα γυρίσει κι ερχόντουσαν τα χιόνια του Δεκέμβρη στην καρδιά μου.
Κάθισε αντίκρυ στο παράθυρο του φεγγαριού και δε μιλούσε, μα η σιωπή της κάρφωνε το δείλι σε σταυρό και την ψυχή μου ένα πέπλο σκέπαζε διάφανο, σαν το αντίκρισμα του κόσμου μες σε μια γυάλινη σφαίρα, τη φοβερή εκείνη στιγμή της Κρίσεως, που οι άνθρωποι ξορκίζουν με τάματα και προσευχές. Και δεν ήθελα τίποτ’ άλλο να της πω, παρά μονάχα πως ο γιος της Άνοιξης της ταίριαζε, με τις αχτίδες του ήλιου στα βλέφαρα και τα χρυσά μαλλιά. Γιατί το βλέμμα της μαρτυρούσε πως πήρε κάτι από εσένα, που τη θλίψη στα μάτια σου τραγούδησα, που ’ναι σημάδι εκείνου του Άγγελου της Νύχτας, που αδέκαστος γυρνάει το σπαθί του και σαν τα στάχυα πέφτουν τα κεφάλια των νέων ανθρώπων  Κι ακόμα γιατί θυμόταν  απ’ τον καιρό που οι δάσκαλοι για ήρωες της  μιλούσαν μυθικούς και παλικάρια στη δόξα τυλιγμένα, που πέθαιναν με το τραγούδι της λευτεριάς στο στόμα. 
Και λύνοντας τη σιωπή της, μού ’πε  πως σ’ είδε να διαβαίνεις λιβάδια από ασφοδίλι, καβάλα στο μαύρο άλογο Εκείνου, που νιους και νιες έχει συνήθειο να παίρνει πέρ’ απ’ τη ζωή, πέρ’ απ’ τον κόσμο, δίχως οίκτο και λύπηση. Κι όταν η κόρη γύρισε να φύγει, το σκοτάδι είχε κιόλας πέσει και πήρε η νύχτα να βαθαίνει, σαν το κρυφό μυστήριο του θανάτου, που κανείς θνητός δεν μπόρεσε ποτέ να εξιχνιάσει.
Μα κείνο το δείλι, που πέτρωσε μες  την ψυχή μου σαν ένας βράχος να μου τρώει τα σωθικά, πέθανε μέσα μου η Άνοιξη είκοσι εννιά φορές.

Δημοσιεύτηκε στη Σημερινή στις 23/04/10 και στη Χαραυγή στις 25/04/10
............................................................................................................
από τη συλλογή "διέξοδος"



Τετάρτη 20 Ιουλίου 2011

ΗΡΩΕΣ ΛΕΓΩ

ΗΡΩΕΣ ΛΕΓΩ


Ήρωες λέγω αυτούς που σώπασαν,
αυτούς που κλείδωσαν το στόμα
κι ακούνε τους σκοπούς κάποιων ρητόρων,
αυτούς που γίνανε παιδιά
και παίξανε με ξύλινα σπαθιά,
αυτούς που γίνανε γυναίκες,
περιφέροντας τις φωτογραφίες στα χέρια.
Κάθονται στις βουνοκορφές,
προσμένοντας τη βροχή να τους δροσίσει,
προσμένοντας τα πουλιά να τους τραγουδήσουν,
προσμένοντας τα καράβια να τους ταξιδέψουν,
που δεν έρχονται ποτέ.
Μόνο τα χιόνια τους ασπρίζουν τα γένια,
μόνο οι βοριάδες τους τρυπούν τα κόκαλα
κι η λήθη τους σκεπάζει τα κορμιά,
όταν τις νύχτες πλαγιάζουν να ξεκουραστούν.

 από τη συλλογή  "το κοράκι και το δέντρο"

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011

Η ΜΑΥΡΗ ΜΕΡΑ

ΤΙΜΗΣ ΕΝΕΚΕΝ

1.ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ

Όλοι αυτοί οι νεκροί για ποια πατρίδα άραγε κινήσαν,
σε ποιους τάχα βωμούς πάνε να κατοικήσουν
που η δόξα ατέρμονα στους δρόμους δάφνες περιφέρει;
Εδώ τα ηρώα γκρεμιστήκαν
κι εμείναν τα ιερά ακατοίκητα από Θεούς
και τα ρυτά αδειανά από κρασί και λάδι.
Εδώ μονάχα στέκει η γη καμένη,
τα όρη άδεντρα σκεπάζει ο καπνός,
όσους απέμειναν βαραίνει μια μνήμη από μολύβι
κι οι ρήτορες στα βάθρα περιφέρουν τα τρόπαια ενός αγώνα
χρόνια κατοπινού από μάχες, όπου οι νεκροί έχουν πέσει
τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι.








2.ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ
           Στον αγνοούμενο
Αυτό το άγαλμα που στέκει βλοσυρό
στην κεντρική πλατεία,
με μια κορμοστασιά γερή
κι έναν ωραίο παριστάνει άντρα,
ήρωας λένε πως λογιέται όλοι αυτοί,
που με το δέος στη ματιά τον ατενίζουν.

Όμως εγώ κάποιο θλιμμένο πρωινό,
που τα δάκρυα της ψυχής μου δεν ξεχώριζα
απ’ της αυγής την ανοιξιάτικη δροσιά,
σ’ ένα δωμάτιο σκοτεινό,
μ’ ένα καντήλι ορφανεμένο να φωτίζει,
αντίκρισα έναν ήρωα που μια σταλιά,
μια φούχτα ήτανε κόκαλα
κι οι Παναγιές σκυφτές τα προσκυνούσαν.


Παραθέτω αυτή τη σελίδα από το ημερολόγιο των εφηβικών μου χρόνων,
ως ένδειξη τιμής σ’ αυτούς που έβαλαν το χρέος πάνω από οτιδήποτε άλλο, ακόμα και πάνω από την ίδια τους τη ζωή.

Αγαπητό μου ημερολόγιο.
Τούτο το δείλι ο ουρανός είναι κατακόκκινος κι είναι γιομάτος οργωμένα σύννεφα και μοιάζει τόσο πολύ σα να περιμένει ένα χέρι να τον αγγίξει και να τον κατεβάσει στη γη. Και κάθε φορά που ο ουρανός είναι σαν και τώρα μια ανατριχίλα διαπερνά το κορμί μου και το παγώνει.
Θυμούμαι τον Ιούλιο του 1974, όταν η ανατολή ήταν κατακόκκινη και ο πατέρας καθόταν στο πεζούλι του σπιτιού μας στη Λάπηθο  και περίμενε μ’ αγωνία τις ειδήσεις που θα τον πληροφορούσαν πού θα κατέληγε η πολιτική αναρχία που επικρατούσε τις θλιβερές εκείνες μέρες της προδοσίας.
Κι η μητέρα μου έβλεπε συνεχώς τον ουρανό και έλεγε με την ίδια πάντα ταραχή : « Κοιτάξτε τον ουρανό τι κόκκινος που είναι! Παναγιά μου! Πόλεμος θα γίνει! ».
Και γω τρομαγμένη και θέλοντας να βεβαιωθώ – ίσως να μην το καταλάβαινε – τη ρωτούσα : « μητέρα, θα γίνει πόλεμος»;
« Μα δε βλέπεις τον ουρανό τι κόκκινος που είναι»; Μ’ απαντούσε.
Και τότες εγώ, κατατρομαγμένη απ’ το «τέρας» αυτό που μ’ απειλούσε, έβγαινα δειλά – δειλά έξω, έβλεπα τον ουρανό κι έτρεχα να κρυφτώ από τούτο το θανατηφόρο θεριό.
Κι από τότε ένας φόβος έχει σημαδέψει την ψυχή μου και κάθε φορά που ο ήλιος κοκκινίζει την ανατολή, νιώθω την ίδια πάντα ανατριχίλα να διαπερνά το κορμί μου και βλέπω το ίδιο πάντα θεριό ν’ απλώνει τη σκιά του πάνω σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα, όπως την άπλωσε άλλοτε πάνω από την αθώα παιδική μου καρδιά.

Χρυστάλλα Μαγγανή,
30/11/1985

Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

2. ΤΗΣ ΧΡΥΣΤΑΛΛΟΥΣ
Στο σταυροδρόμι συνάντησα
τη Χρυσταλλού της οργής
και της οδύνης,
τη μάνα του.
Με βρήκε λαβωμένο πουλί,
να τρέχω μακριά από δω.
«Με πας πιο κάτω»;
«Σε πάω όπου θες».

Οι δρόμοι κάπου τελειώνουν,
τα σύνορα πολιορκεί η θάλασσα
και γύρω ακούγονται μόνο ριπές
από εκτελέσεις αιχμαλώτων.

Αλίμονο!
Με όρισαν πριν να υπάρξω,
το μπόι μου μετρήσαν σε χρυσό
και με πουλάν στις αγορές
του κόσμου.
Η μνήμη ξεκούρδιστη λατέρνα,
βουλιάζει στην άσφαλτο..
Κι η γη μου,
κατάσπαρτη σταυρούς
από κενοτάφια ηρώων.

«Γεια σου, στο καλό».

Φεύγοντας κοιτάχτηκα στον καθρέφτη
και διάβασα τις χαραματιές στο κούτελο:
«α-γνο-εί-ται η τύ-χη της».


*στη μάνα του αγνοούμενου

                "διέξοδος" , 2010

Τρίτη 24 Μαΐου 2011

Στίχοι για κάποιον ήρωα

Σε ξαναχτίζω,
μαζεύοντας τη φωνή σου
από τους τοίχους που πέτρωσε,
από τα σώματα που κέρωσε,
από το φως που αποσυντέθηκε.

Γνωρίζοντας πως η αρχή του κόσμου
ήταν ο λόγος ο αφτιασίδωτος,
χωρίς ψεγάδια.

Με τους ιριδισμούς του ήλιου
πάνω στα διάφανα νερά στο Μεσολόγγι,
με τις μικρές κυανές φωνές στο αρχιπέλαγος
και με τη στάχτη πάνω στις πέτρες στο Μαχαιρά.

Από τη συλλογή "Η φωνή", 2007, διεθνής αριθμός 978-9963-8938-1-2

Κυριακή 22 Μαΐου 2011

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΝΕΞΑΝΔΡΟΥ

ΤΡΙΑ ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

1.Άγρυπνη ουτοπία, κρυφή νοσταλγία,
προαύλιο ονείρων και στεναγμών οδοδείχτες,
άναρχα και ατέλειωτα
σημάδια στον ορίζοντα,
κράχτες, φεγγίτες ουρανού και γης,
με γοητεύσατε….




2.Ανάγκη είχε η σπίθα τη δοξολογία.
Τα όνειρα του αποσπερίτη
έγιναν δέσμες λουλουδιών
κι εγώ δέσμιος των ονείρων.
Σε ποιον να προσφέρεις λίγα λουλούδια;
Δεν υπάρχει κανείς εδώ κοντά.
Η σπίθα έγινε φωτιά, έγινε καπνός…






3.Παροικία της μεγάλης σου ιδέας
είναι η γη,
εργοτάξιο στα χέρια καλλιτέχνη,
μα το κορμί, χώμα και αρμύρα,
σαν καράβι αργοναύτη,
από λιμάνι σε λιμάνι
στα τολμηρά ταξίδια
πλέει κι αποπλέει….

                                                 ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ "ΑΔΑΜ"

Τετάρτη 11 Μαΐου 2011

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

Με χαρά αποφάσισα να συμβουλεύσω ένα νεαρό ποιητή να αποφασίσει να εκδώσει τα ποιήματα του, εφόσον διαπίστωσα, πως παρόλο το νεαρό της ηλικίας του, έχει το θείο δώρο της δημιουργικότητας. Ο Αλέξανδρος, 25 χρονών, που κατάγεται από το κατεχόμενο χωριό της Επαρχίας Κερύνειας, Λάπηθος, διαπίστωσα πως μπορεί να χρησιμοποιεί τις λέξεις με μεταπλαστικό τρόπο, ώστε να πετυχαίνει ένα υψηλό συγκινησιακό αποτέλεσμα. Οι λέξεις του γίνονται σύμβολα, που αντικατοπτρίζουν το βάθος μιας ευαίσθητης ψυχής, οι εικόνες του πολλές φορές φανερώνουν μια αστείρευτη φαντασία, ένα σημαντικό χάρισμα για να γίνει κάποιος δημιουργός, ενώ συχνά βλέπουμε στην ποίηση του ένα στυλ καβαφικό, όπου τα μεγάλα φιλοσοφικά διλήμματα που θέτει, κάνουν τον καθέναν από μας να αναζητήσει αξίες πανανθρώπινες, που έχουν χαθεί στα βάθη του χρόνου. 
Χρυστάλλα Μαγγανή

Ο ΑΔΑΜ
Ο Αδάμ της ψυχής του κόσμου
είδε ότι κάποτε έρχεται με δύναμη
τούτη η θλίψη,
που δεν ξέρει το λόγο και το γιατί
δεν καταλαβαίνει, που του σχίζει την καρδιά.
Μέχρι που δεν άντεξε
και βγήκε να διασκεδάσει,
να εκμεταλλευτεί οποιονδήποτε
βρεθεί στο δρόμο του,
να τον πληγώσει και να πληγωθεί.
Μα σαν την είδε μέσα στη νύχτα,
αυτός ήταν άθεος, χωρίς ελπίδα,
κι εκείνη είχε όλες τις θρησκείες μέσα της,
και όλα τα ιερά του κόσμου,
την Ιστάρ και την Αφροδίτη,
τη Σελήνη και όλα τα όνειρα που έκανε....


ΟΙ ΚΥΝΗΓΟΙ
Αν στο δρόμο συναντήσεις κυνηγούς
και τους ακολουθήσεις
κι ενώ πορεύεσαι μαζί μ’ αυτούς
βρεθείς κυνηγημένος,
μην απορήσεις.
Κρύψου και περίμενε.
Σύντομα κάποιος θα βρεθεί,
πιο αδύναμος
από σένα.
 
       
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
Γνωρίζει άραγε η ψυχή
την ώρα του θανάτου
την ώρα που άξαφνα περνά
από τη γειτονιά του καθενός;
Θαρρώ πως γνώριζαν
τα μάτια τα δικά του.
Σαν κάποιον να κοιτούσε.
Ναι… Όχι..
Μάλλον μου φάνηκε
σε κάποιον να μιλούσε.
Έπειτα από λίγο πια –
τι παράξενο –
ήταν ο μόνος που γελούσε.

        Αλέξανδρος Αλεξάνδρου


 Από τη συλλογή του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου "ΑΔΑΜ", 2011,ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ISBN 978-9963-9969-0-2

Κυριακή 24 Απριλίου 2011

Από τη συλλογή "διέξοδος", 2010

ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ

Δίχως χαρά βυθίζομαι στης θάλασσας τα βάθη
κι η αλμύρα της μου τα ’καψε τα μαραμένα χείλη
κι όταν δειλά παίξει το φως στην ασημένια πλάση,
αναδυόμενη κρατώ περίλαμπρο κοχύλι.

Δύο φωτιές αστραφτερές σα δίδυμα φεγγάρια,
τα μάτια μου που φέγγουνε, η θλίψη κι η χαρά μου,
δυο αετοί που πέτρωσαν στη γη σαν τα λιθάρια
και να πετάξουν δεν μπορούν να φτερωθεί η καρδιά μου.

Μάστορα Ήλιε, που τρανά ψηλοπατείς στα ουράνια
και που ξυπνάς απ’ την αυγή το φως σου για να φέξεις
και που τον κόσμο πελεκάς με λύρες και με μάγια,
δως μου κι εμέ τη σμίλη σου να πελεκήσω λέξεις.

Μούσα που Εσύ προικοδοτείς της σκέψης μου τ’ αμπάρια
και με χρυσά λιογέρματα τη μνήμη μου γιομίζεις,
γιόμισ’ μου απόψε την καρδιά μ’ εβένους, κεχριμπάρια,
Συ που τα άσπρα μάρμαρα σ’ ωραίους ναούς δωρίζεις.

Άγγελε Συ που σεριανάς δίχα να στρέψεις πίσω
και σαν τα στάχυα πέφτουν τα κεφάλια των ανθρώπων,
δως μου τ’ αθάνατο νερό το Χάρο να νικήσω
και να του κλέψω τη λαλιά με στίχους των ερώτων.

Αυγή που λύχνους πέτρινους φυσάς πνοή ν’ ανάψεις
κι ανοίγεις δρόμους εμπροστά με το γοργό σου τ’ άτι,
έλα μπροστά μου, Φωτεινή, το δρόμο να χαράξεις,
να μπω τρανή βασίλισσα στου Χρόνου το παλάτι,

να κλέψω απ’ τα ρολόγια Του τους δείκτες και τις ώρες
και να γυρέψω απ’ τον Ερμή το νήμα να Του κόψει,
να κατοικήσω αρχόντισσα σε χρυσαφένιες χώρες,
δίχως σημάδια του καιρού στο σώμα και στην όψη.




Σάββατο 23 Απριλίου 2011

Από τη συλλογή "διέξοδος", 2010

ΝΥΧΤΑ
Ποιο είναι το βασίλειο σου;
Με διαδήματα χρυσά και μ’ αμεθύστους,
γυρνάς μες σε ανάκτορα μυκηναϊκά,
σε στοιχειωμένες αίθουσες
κι εστίες λατρείας Θεών και ηρώων μυθικών,
τις νύχτες που το φεγγάρι
ζωντανεύει με θωπείες τις ψυχές τους.
Φτιαγμένος για τα μεγάλα και τα ωραία,
γυρνάς θριαμβευτής στην αγορά,
περνάς από ανάγλυφες καμάρες
διαπομπεύοντας τους αιχμαλώτους σου,
ατιμάζοντας τις σκλάβες σου,
ξεφαντώνοντας σε συμπόσια αυτοκρατορικά
κι ένα – ένα κουρσεύοντας τα κάστρα μου,
κάτω απ’ το χλωμό φως του φεγγαριού,
μιας νύχτας κίτρινης, στα παραπήγματα
των λεπρών μου ηρώων.
Θα ντυθώ απόψε το φεγγαρόφως της νύχτας
με τις δέκα πληγές του Φαραώ
και θα ενσαρκωθώ τη φωνή
του Έβδομου Άγγελου της Αποκάλυψης,
σαν τη φρικτή κραυγή του Εκδικητή του Άδη,
που άκουσε το γοερό κλάμα των νηπίων.
Ήταν μια νύχτα με πανσέληνο,
στου Πρωτέα τις αμμουδιές,
σαν τότε «που άκουσαν
οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες  τ’ αηδόνι
κι έσυραν το θρήνο
κι ανάμεσο τους η Ελένη»,
σαν τότε που βρέθηκες στο τρίστρατο
όπου έλυσες το αίνιγμα της σφίγγας
που τόσα χρόνια τους ανθρώπους τυραννούσε,
κι ως λυτρωτή σε δέχτηκαν στη Θήβα,
προσφέροντας σου της Βασίλισσας το χέρι,
να διαφεντεύεις όπως σού παν  το λαό της,
μέχρι την άλλη νύχτα, που ο αγύρτης,
μάτια στα μάτια σου κι αφτιά στ’ αφτιά σου
θενά δώσει, τις «εξαίσιες μουσικές
του μυστικού θιάσου», για ν’ ακούσεις.

Παρασκευή 22 Απριλίου 2011

Από τη συλλογή "το κοράκι και το δέντρο"

Η ΜΝΗΜΗ

Αυτά τα αγριόχορτα,
τα βαρυφορτωμένα από μνήμη,
σε ποιων ανέμων τη βουλή άραγε κλίνουν;
Ανάμεσο του χρόνου και της ύπαρξης
ελλοχεύει ένα πεδίο τραχύ,
σα χώρος εκτέλεσης αγαπημένων συντρόφων,
που μόνο η ανάμνηση τον εγνωρίζει τώρα.
Ό,τι βλέπεις υπάρχει σαν θείο δώρο που
η ζωή λαμπρύνει με γιρλάντες και δροσιές.
Ό,τι χάθηκε είναι πια λάφυρο του θάνατου
και μια υφάντρα από μνήμη πλέκει τον ήλιο,
πλέκει τη σελήνη με μίτο από φως
σαν τέτοιο που το Θησέα οδήγησε
στο ξέφωτο του κόσμου.

Μα ένα φως όλο χαρά
όπως μια στάλα αλήθειας
σ’ έναν ατέλειωτο ουρανό από θλίψη,
σε μιαν ατέλειωτη λίμνη από δάκρυα,
όπως απρόσμενο γέλιο από το κλάμα
νεογέννητου παιδιού σ’ ένα δωμάτιο,
έχει τα βλέφαρα στολίσει των ματιών μας,
σαν ένα χελιδόνι αλάλητο,
που κρύφτηκε απ' τα μάτια της ζωής
κι ακόμα κάθεται βουβό,
προσμένοντας μιαν άνοιξη λαμπρή
να φτερουγίσει.

Σ' αναζητήσεις τέτοιες μην ξοδεύεσαι κι αιτίες.
Κλείσε τα μάτια να διαβάσουμε το ποίημα
που γράφει ο έσπερος στην αγκαλιά τ' ουρανού.
Από τη συλλογή "το κοράκι και το δέντρο"

Τ’ ΑΜΜΑΘΚΙΑ ΤΑ ΠΕΡΙΛΥΠΑ.
Στον αγνοούμενο

Τ’ αμμάθκια τα περίλυπα, όποιος τα δει δακρύζει
τζιαι η καρκιά του γένεται ποζαύλιν τζιαι ραΐζει.

Τζείνα τ’ αμμάθκια τα θολά, που κλαίσιν μα δεν τρέχουν
πως εν του κόσμου ποταμοί, κάποιοι να πούσιν έχουν,

ότι τζιυλούσιν μέσα τους του κόσμου τα μαράζια
τζιαι σμίουν με της θάλασσας τα τζύμματα, τα μαύρα

τζι ότι τη λύπην έχουσιν σημάδιν του θανάτου,
τζιαι πα’ στην νιότην έρκεται το τέλος του νημάτου.

Τ’ αμμάθκια τα λυπητερά, πού χουν την λύπην μέσα
εν κλάμαν μέσα στην καρκιάν τζιαι στην ψυσιήν μου μέσα,

τζι όποιος τα δει λαβώνεται τζι αγιάτρευτος μεινίσκει
τζι άρκοντας ένι, για φτωχός, πέφτει τζιαι μαρανίσκει.

Τζι αν έσιει στράτες πον είδεν μες τον ντουνιάν ακόμα
πιάνει τζιαι πα παρπατητός με την ψυσιήν στο στόμαν,

τζιαι λούννουνται τα δάρκα του ούλα τα μονοπάθκια
τζι αρνιέται φίλους τζιαι δικούς τζιαι κάμπους τζιαι παλάθκια.

Τ’ αμμάθκια τα περίλυπα εν πίκρα τζιαι μαράζιν
τζι όποιος δικλίσει πάνω τους, έρκεται το χαλάζιν,

μα νάμαν ένι στην ψυσιήν τζιαι λάδιν στο καντήλιν
τζιαι φέγγουν πάνω στα βουνά τα μνήματα το δείλιν.

Το φως τους ένι παστρικόν, ήλιος πον εγεννήθην,
μ’ αντάν ξεβεί που το πουρνόν, τον κόσμον να φωτίσει,

ενν’ άψει μες τα σπλάχνα μου λαμπρόν πον καταλυέται,
να κρούζει το κορμάτζιν μου, τζι αν ζιει, να τυραννιέται.

Περίλυπ’ εν τ’ αμμάθκια σου τζι άβυσσος η καρκιά σου,
μασιαίριν που με κάρφωσεν στο στήθος η θωρκά σου.

περίλυπ’ εν τ’ αμμάθκια σου, τζι εγιώ φωθκιά π’ αφταίννει,
τζι ορμάνια, κάμπους τζιαι βραμούς, ο πόνος μου θκιαβαίννει.


Το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε στη συλλογή «της αγάπης τζιαι του καμού» το 2008 σε μικρότερη έκταση.
Από τη συλλογή "διέξοδος"

ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡΟΜΟΣ

Έχεις ορμήξει στον αυτοκινητόδρομο
κι έχεις σφηνώσει το πόδι στο γκάζι,
δεν σταματάς,
η οργή σου τάλιρο ριγμένο
σ' ένα δίσκο του καφέ,
ξεφεύγεις τους τροχονόμους
βγαίνοντας στα δεξιά,
στις πινακίδες οι προειδοποιήσεις :
«η ταχύτητα σκοτώνει».
Έχεις αγγίξει τα 200
κι απ’ το τζάμι βλέπεις
την ψυχή σου να σε προσπερνά,
διατρέχοντας θανάσιμο κίνδυνο...
Από τη συλλογή "το κοράκι και το δέντρο", ISBN 978-9963-8938-4-3

ΜΥΣΤΑΓΩΓΙΑ

Η αγκαλιά σου το λίκνο της λύπης μας,
μια Παναγιά χωρίς Χριστό,
που λιτανεύει άτεκνη στους δρόμους του κόσμου.
Η θλίψη μου απόψε ένας αμύστευτος πιστός,
τα βήματα σου ακολουθεί
σε πολιτείες ξένες και σε στενορύμια άλλης γης,
που τα ιερά γκρεμίστηκαν
κι οι μύστες έχουνε πεθάνει.

Αόρατος είμαι, γύρνα να με δεις,
στα μάτια μου μονάχα στέκει ένα χάος βαθύ,
που μέσα του μπορείς ν’ ανιχνεύσεις
μια άβυσσο μνήμη.
Τα πτώματα επιθυμώ ακατάπαυστα να θάψω
των νεκρών σου νηπίων,
που μόλις αντικρίσανε το φως
στον Άδη πέσανε αφίλητα,
γιατί ο Ιωσήφ ανοραμάτιστος
ανέμελα άπλωνε τα όνειρα του στον ήλιο
και πρόλαβε ο Ηρώδης μ’ ένα σφουγγάρι να τα σβήσει.

Κι εσύ ανίερη
απ’ την εικόνα σου κατέβηκες,
άτεκνη Θεοτόκε.

Κι έμεινε ο Μεσσίας νεκρός
κι έμεινε ο Θεός άκτιστος
κι έμεινε ο κόσμος αλύτρωτος
και ο Παράδεισος αδειανός
και οι ψυχές των ανθρώπων
θλιμμένα γίνανε άστρα.


*Για τις διανοητικές διαταραχές