Κοιμάσαι, κοιμάσαι βαθειά.
Μόνο ακούγεται ο ερωδιός στη λίμνη
Κοιμάσαι...
Ξύπνα ψυχή μου,
το φεγγάρι ψυχομαχεί στα κίτρινα κεραμίδια,
ο έρωτας χαροπαλεύει σε ματωμένα στρώματα,
τα κρίνα γέρνουνε στο ποτάμι,
όπου τ' αγρίμια ξεγλυκαίνουν την πίκρα τους στα καθάρια νερά...
Στο στήθος ελάφια κυνηγημένα από λιοντάρια,
μέσα μου τα σβησμένα φώτα των φάρων
και τ' αλάτι που πικραίνει τον ύπνο σου.
Η τρίαινα του αγριεμένου Θεού στο πέλαγο,
ο Άδωνης με τους νεκρούς ανέμους στα βλέφαρα,
η Ελένη που νείρεται στις όχθες του Σκαμάνδρου
κι ο λαβωμένος Έκτωρας
που πλένει μονάχος τη ντροπή του Πάρη...
Κι εσύ κοιμάσαι, κοιμάσαι βαθειά
στ' άδυτα μέσα μου
κι ολο ελαύνει η Ώρα της Άνοιξης.
Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014
Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014
Η ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΩΝ ΚΑΤΟΠΤΡΩΝ
Η αίθουσα με τα μεγάλα κάτοπτρα,
φωτίζεται απ' τη χαραμάδα της ψυχής μου,
δεν έχει ήλιους και φεγγάρια,
μόνο θεούς και δαίμονες σε μόνιμη πάλη
μ' όλα όσα εντός μου κατοικούνε και πεζεύουνε
τις νύχτες που ξεφαντώνω με τις Μούσες
μ' ηρώων και θεών τερτίπια και μαλαματένια στρώματα.
Εκεί πλανάται ο κόσμος δίχως βαρύτητα
οι λέξεις χάνουν τετριμμένες έννοιες
και σμίγουν με τα ρήματα της θάλασσας
και τις βοές των ανέμων,
οι ανθρώποι ίπτανται υπεράνω των ωρών
κι ένας βούδας χάρτινος φουσκώνει και γελάει...
Εκεί λέω να πεζέψω όσο να βγει ο καιρός
εις το στερνότερο του κόσμου μονοπάτι.
Τουλάχιστον η παταγώδης αποτυχία των πολιτευτών μας
είν' εκεί μέσα εμφανής.
φωτίζεται απ' τη χαραμάδα της ψυχής μου,
δεν έχει ήλιους και φεγγάρια,
μόνο θεούς και δαίμονες σε μόνιμη πάλη
μ' όλα όσα εντός μου κατοικούνε και πεζεύουνε
τις νύχτες που ξεφαντώνω με τις Μούσες
μ' ηρώων και θεών τερτίπια και μαλαματένια στρώματα.
Εκεί πλανάται ο κόσμος δίχως βαρύτητα
οι λέξεις χάνουν τετριμμένες έννοιες
και σμίγουν με τα ρήματα της θάλασσας
και τις βοές των ανέμων,
οι ανθρώποι ίπτανται υπεράνω των ωρών
κι ένας βούδας χάρτινος φουσκώνει και γελάει...
Εκεί λέω να πεζέψω όσο να βγει ο καιρός
εις το στερνότερο του κόσμου μονοπάτι.
Τουλάχιστον η παταγώδης αποτυχία των πολιτευτών μας
είν' εκεί μέσα εμφανής.
Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014
ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟΣ
ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟΣ
Αν σιωπήσουν οι πέτρες
ο Αη Λαριός θα στενέψει τη θάλασσα
ο ουρανός θα μικρύνει τόσο,
που πέντε πέρδικες θα συνθλιβούν
μέσα στον ύπνο του ήλιου.
Επτά κουδουνίσματα θ' ακούσω
και το θηρίο θα γλυκάνει την όψη του,
σημάδι ότι ο καιρός να θηλάσει
το αίμα των ανθρώπων.
Βυσσοδομά ο καιρός
τόσο που η θάλασσα ρουφιέται μέσα της,
σιωπούμε τόσο που μικραίνουμε
μέρα τη μέρα στο ανάστημα.
Αν σιωπήσουν οι πέτρες
ο Αη Λαριός θα στενέψει τη θάλασσα
ο ουρανός θα μικρύνει τόσο,
που πέντε πέρδικες θα συνθλιβούν
μέσα στον ύπνο του ήλιου.
Επτά κουδουνίσματα θ' ακούσω
και το θηρίο θα γλυκάνει την όψη του,
σημάδι ότι ο καιρός να θηλάσει
το αίμα των ανθρώπων.
Βυσσοδομά ο καιρός
τόσο που η θάλασσα ρουφιέται μέσα της,
σιωπούμε τόσο που μικραίνουμε
μέρα τη μέρα στο ανάστημα.
Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014
Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014
Η ΠΕΡΤΙΚΑ
Η πέρτικα
Εξέβην πάνω στο βουνόν να γλυκοτραουδήσει
τζι αντάμωσεν το ταίριν της, να νυχτοπαρπατήσει.
Αντάμα εθκιαβήκασιν το όρος της αγάπης
τζι εξέραν πως για να στραφούν δεν είσιεν μονοπάτιν.
Ορμάνια, κάμπους, ποταμούς αφήκαν τ’ απισών τους,
μα δεν εκάνεν το νερόν να σβήσει το λαμπρόν τους.
Τα δέντρα εδήννασιν καρπόν, γιατ’ ήτουν καλοτζαίριν
τζι ήτουν τα σύκα ολόγλυκα τζι εστάσσαν ούλλα μέλιν.
Τζι ήτουν γοιον να ξημέρωννεν, στους όχτους τζαι στ’ αυλάτζια,
τζι ο ουρανός εγρούσιζεν, στου ήλιου τα κονάτζια.
Τα σιηλιόνια ’σμίασιν τζαι στα ψηλά πετούσαν,
τζι ύστερα πάλε χαμηλά, τζαι γλυκοτζιελαδούσαν
Η πίκρα εγένετουν χαρά τζαι γλύκα το μαράζιν,
τζι όσσον τζι αρκίναν ο Θεός το φως του να χαράσσει.
Τζι άξιππα εσκοτείνιασεν τζι εμαύρισεν ο κόσμος
τζι εφάνην ήτουν η στιμή, πο’ ννα τους εύρει ο πόνος.
Λαλεί του «μείνε δίχα μου» τζι ελούθην του κλαμάτου
τζι ετρέχασιν τ’ αμμάθκια του τζι εβρέχαν την καρκιάν του.
«Αν θέλεις», είπεν, «χάννουμαι που τον δικόν σου δρόμον,
αμμά που μέσα εννα πονώ άμα ννα μείνω μόνος».
Τζι αννοίει τες αλάτες της τζαι π’ ομπροστά του εχάθην
τζι έμεινεν τζείνος ξηστικός να κρούζει τζαι ν’ ανάφτει.
Εξέβην πάνω στο βουνόν να γλυκοτραουδήσει
τζι αντάμωσεν το ταίριν της, να νυχτοπαρπατήσει.
Αντάμα εθκιαβήκασιν το όρος της αγάπης
τζι εξέραν πως για να στραφούν δεν είσιεν μονοπάτιν.
Ορμάνια, κάμπους, ποταμούς αφήκαν τ’ απισών τους,
μα δεν εκάνεν το νερόν να σβήσει το λαμπρόν τους.
Τα δέντρα εδήννασιν καρπόν, γιατ’ ήτουν καλοτζαίριν
τζι ήτουν τα σύκα ολόγλυκα τζι εστάσσαν ούλλα μέλιν.
Τζι ήτουν γοιον να ξημέρωννεν, στους όχτους τζαι στ’ αυλάτζια,
τζι ο ουρανός εγρούσιζεν, στου ήλιου τα κονάτζια.
Τα σιηλιόνια ’σμίασιν τζαι στα ψηλά πετούσαν,
τζι ύστερα πάλε χαμηλά, τζαι γλυκοτζιελαδούσαν
Η πίκρα εγένετουν χαρά τζαι γλύκα το μαράζιν,
τζι όσσον τζι αρκίναν ο Θεός το φως του να χαράσσει.
Τζι άξιππα εσκοτείνιασεν τζι εμαύρισεν ο κόσμος
τζι εφάνην ήτουν η στιμή, πο’ ννα τους εύρει ο πόνος.
Λαλεί του «μείνε δίχα μου» τζι ελούθην του κλαμάτου
τζι ετρέχασιν τ’ αμμάθκια του τζι εβρέχαν την καρκιάν του.
«Αν θέλεις», είπεν, «χάννουμαι που τον δικόν σου δρόμον,
αμμά που μέσα εννα πονώ άμα ννα μείνω μόνος».
Τζι αννοίει τες αλάτες της τζαι π’ ομπροστά του εχάθην
τζι έμεινεν τζείνος ξηστικός να κρούζει τζαι ν’ ανάφτει.
Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014
ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ
ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ
Το τιμώμενο σώμα
το τυλίγουν τα χρόνια της άγνοιας.
Μέσα του κατοίκησαν οι χειμώνες,
πεινασμένα κοράκια
κι ένας επιτάφειος.
Γύρω του τώρα κάποιες μορφές
ψέλνουν μνημόσυνα
κι η Παναγιά σε μια γωνιά αναρωτιέται
" πού έδη σου το κάλλος";
Το τιμώμενο σώμα
το τυλίγουν τα χρόνια της άγνοιας.
Μέσα του κατοίκησαν οι χειμώνες,
πεινασμένα κοράκια
κι ένας επιτάφειος.
Γύρω του τώρα κάποιες μορφές
ψέλνουν μνημόσυνα
κι η Παναγιά σε μια γωνιά αναρωτιέται
" πού έδη σου το κάλλος";
Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2014
Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014
ΤΩΝ ΠΡΟΔΟΜΕΝΩΝ
Τις νύχτες που επαναστατεί ο έρωτας
πέφτουν ολόγιομα φεγγάρια
πυροδοτώντας τις ψυχές των προδομένων.
Μάτια στα μάτια ανοίγουν
για να ιδουν, ν' αφουγκραστούν και να γνωρίσουν
τις δροσερές ανταύγειες των στιγμών τους
και μη μπορώντας πια να τις αγγίξουν
μένουν μετέωρες στο χρόνο να ποθούνε
και τ' όρος, που γενιές είδε να σβηούνε
τη γης αναταράζει νεκαλιώντα.
πέφτουν ολόγιομα φεγγάρια
πυροδοτώντας τις ψυχές των προδομένων.
Μάτια στα μάτια ανοίγουν
για να ιδουν, ν' αφουγκραστούν και να γνωρίσουν
τις δροσερές ανταύγειες των στιγμών τους
και μη μπορώντας πια να τις αγγίξουν
μένουν μετέωρες στο χρόνο να ποθούνε
και τ' όρος, που γενιές είδε να σβηούνε
τη γης αναταράζει νεκαλιώντα.
Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2014
Δευτέρα 18 Αυγούστου 2014
ΜΝΗΜΗ
ΜΝΗΜΗ
Κουβάλησα πέτρες στη μνήμη,
έσκαβα μέρα τη μέρα
νύχτα τη νύχτα
πλήθαιναν γύρω μου οι χλευαστές
σκιές από κοράκια
τρέφονταν με θειάφι
σμήνη διωγμένων έκαιγε η δίψα.
Η μνήμη τρέφεται με σάρκα.
Κι όταν αυτή στερέψει
σ' άλλα σώματα ενδημεί
σαν καιόμενη βάτος
βαθιά μες τα σπλάχνα.
Κουβάλησα πέτρες στη μνήμη,
έσκαβα μέρα τη μέρα
νύχτα τη νύχτα
πλήθαιναν γύρω μου οι χλευαστές
σκιές από κοράκια
τρέφονταν με θειάφι
σμήνη διωγμένων έκαιγε η δίψα.
Η μνήμη τρέφεται με σάρκα.
Κι όταν αυτή στερέψει
σ' άλλα σώματα ενδημεί
σαν καιόμενη βάτος
βαθιά μες τα σπλάχνα.
Παρασκευή 15 Αυγούστου 2014
ΛΗΔΡΑΣ 1974
ΛΗΔΡΑΣ 1974
Ένας δρόμος να τον περπατήσω μέχρι το τέρμα!
Μια θάλασσα να ρίξω τα καράβια μου!
Μια κορυφή να δέσω την ψυχή μου!
Μια πλαγιά να μαζέψω μια χούφτα κυκλάμινα!
Μια κηλίδα αιθέρα ν' απιθώσω τη νόησή μου!
Ένας δρόμος να τον περπατήσω μέχρι το τέρμα...
Ένας δρόμος να τον περπατήσω μέχρι το τέρμα!
Μια θάλασσα να ρίξω τα καράβια μου!
Μια κορυφή να δέσω την ψυχή μου!
Μια πλαγιά να μαζέψω μια χούφτα κυκλάμινα!
Μια κηλίδα αιθέρα ν' απιθώσω τη νόησή μου!
Ένας δρόμος να τον περπατήσω μέχρι το τέρμα...
Δευτέρα 4 Αυγούστου 2014
Δεν πρέπει να σωπάσουμε,
δεν πρέπει ποτέ να σταματήσουμε
να λέμε στα παιδιά μας
πώς έγινε τούτο το κακό,
ποιοι συνέργησαν για να γίνει τούτο το κακό.
Οι αυτόπτες μάρτυρες
κοιμούνται τώρα κάτω απ' το χώμα
κι έρχονται νύχτες που ξυπνούν
και πολομούνε,
σκάβουνε μέσα μας βαθειά,
μας βγάζουν με τσιγκέλι τις φωνές
και μες τους λάρυγγές μας
φυτεύουν με τα νύχια τις δικές τους.
δεν πρέπει ποτέ να σταματήσουμε
να λέμε στα παιδιά μας
πώς έγινε τούτο το κακό,
ποιοι συνέργησαν για να γίνει τούτο το κακό.
Οι αυτόπτες μάρτυρες
κοιμούνται τώρα κάτω απ' το χώμα
κι έρχονται νύχτες που ξυπνούν
και πολομούνε,
σκάβουνε μέσα μας βαθειά,
μας βγάζουν με τσιγκέλι τις φωνές
και μες τους λάρυγγές μας
φυτεύουν με τα νύχια τις δικές τους.
ΑΠΑΤΡΙΣ
Κουβαλάω τα μάτια σου
σε στρατιωτικό σακκίδιο,
περιφερόμενος σε ξένα στρατόπεδα
και σ' αγορές,
μες σε φυλές ανθρώπων αλλότριων,
σε έθνη βασανιστικά δοσμένα
σε αλλόκοτες τελετές,
όμως το στάρι σμίγει με το δάκρυ
κι όλο στενεύει ο χρόνος
στον κατάστικτο ουρανό.
Κουβαλάω τη φωνή σου
στη ματωμένη μνήμη,
μες' από άμαξες, τραίνα
και κανόνια νεκρά
και δεν μπορώ να γνωρίσω τη γενιά σου,
υιέ της Παλαιστίνης
και κόρη της Σιών.
σε στρατιωτικό σακκίδιο,
περιφερόμενος σε ξένα στρατόπεδα
και σ' αγορές,
μες σε φυλές ανθρώπων αλλότριων,
σε έθνη βασανιστικά δοσμένα
σε αλλόκοτες τελετές,
όμως το στάρι σμίγει με το δάκρυ
κι όλο στενεύει ο χρόνος
στον κατάστικτο ουρανό.
Κουβαλάω τη φωνή σου
στη ματωμένη μνήμη,
μες' από άμαξες, τραίνα
και κανόνια νεκρά
και δεν μπορώ να γνωρίσω τη γενιά σου,
υιέ της Παλαιστίνης
και κόρη της Σιών.
Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014
Στους Δυνατούς που επιβουλεύονται την Κύπρο
στη μνήμη του Γρηγόρη
Αυτό τον ήλιο μαζί σας
δεν μπορείτε να τον πάρετε και να φύγετε,
γιατί κάποιο παιδί ένα πρωί
έγινε λάβα και φωτιά,
για να 'χετε έναν ήλιο να φωτίζει τα βήματά σας,
για να 'χετε μια λευτεριά ν' απιθώνετε τα όνειρά σας,
για να 'χετε έναν κόσμο γιομάτο από φως!
Κι έγινε το ψωμί από λάβα, ήλιο και φως!
στη μνήμη του Γρηγόρη
Αυτό τον ήλιο μαζί σας
δεν μπορείτε να τον πάρετε και να φύγετε,
γιατί κάποιο παιδί ένα πρωί
έγινε λάβα και φωτιά,
για να 'χετε έναν ήλιο να φωτίζει τα βήματά σας,
για να 'χετε μια λευτεριά ν' απιθώνετε τα όνειρά σας,
για να 'χετε έναν κόσμο γιομάτο από φως!
Κι έγινε το ψωμί από λάβα, ήλιο και φως!
Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014
Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014
ΜΝΗΜΗ
Κάποτε η μάνα μου άπλωσε τα χέρια,
πήρε δυο πουλιά παγωμένα απ' τον τρόμο,
τ' απίθωσε στο προσκεφάλι μου
κι αρχίνησε να λέει μια προσευχή,
την άκουσαν κάτι παιδιά και γέρασαν απότομα,
την άκουσε μια πλύστρα και ζάρωσε στην κούνια ενός μωρού,
την άκουσαν οι νεκροί και τράβηξαν τη χλόη να πλαγιάσουν,
την άκουσαν τα κρίνα και γείραν δακρυσμένα στο ποτάμι.
Κείνη τη νύχτα ο κύρης μου πήρε το σουγιά
κι έκοψε τα δάκτυλα απ' τα χέρια μου,
δεν μπόρεσα ν' αγγίξω τα πουλιά,
πέρασαν χρόνια από τότε,
στα χέρια βλάστησαν ξερόκλαδα
και στο προσκέφαλό μου μαίνεται καιόμενη η μνήμη.
πήρε δυο πουλιά παγωμένα απ' τον τρόμο,
τ' απίθωσε στο προσκεφάλι μου
κι αρχίνησε να λέει μια προσευχή,
την άκουσαν κάτι παιδιά και γέρασαν απότομα,
την άκουσε μια πλύστρα και ζάρωσε στην κούνια ενός μωρού,
την άκουσαν οι νεκροί και τράβηξαν τη χλόη να πλαγιάσουν,
την άκουσαν τα κρίνα και γείραν δακρυσμένα στο ποτάμι.
Κείνη τη νύχτα ο κύρης μου πήρε το σουγιά
κι έκοψε τα δάκτυλα απ' τα χέρια μου,
δεν μπόρεσα ν' αγγίξω τα πουλιά,
πέρασαν χρόνια από τότε,
στα χέρια βλάστησαν ξερόκλαδα
και στο προσκέφαλό μου μαίνεται καιόμενη η μνήμη.
Σάββατο 7 Ιουνίου 2014
Εάν η σήψη είναι το τέλος μιας διαδρομής
που φέρνει ο θάνατος,
τότε να μην πεθάνω ποθώ ποτέ
μα χώμα να γίνω.
Απεκδύθηκα το φως
κι έσβησαν μέσα μου οι φωνές, στερέψαν τα πηγάδια.
Χορτάριασαν τα μνήματα των ηρώων
η σκόνη κάθισε στο ζωνάρι του ήλιου
κι εμένα η δίψα μου καίει τα χείλη
κι είμαι κατάρα κι έρημος
κι όλο ποθώ τη στάλα της βροχής
να ζωντανέψει την ψυχή μου
τ' άγονα μέσα μου κλαριά να ξεδιψάσει
Τρίτη 3 Ιουνίου 2014
ΡΗΤΩΡ
Στης πόλης μέσα την κατάμεστη αγορά,
πύρινους λόγους εκφωνείς, ως ρήτωρ,
πορείες κινάς με τους πολλούς,
κι απ' όσους γύρω σου ικανούς,
λαμπρότερος εσύ απ' αυτούς
και πάντα εξεχόντως αριστεύων.
Βολέψου τώρα μες σε ωραία θέατρα,
γιομάτα φλογισμένους οπαδούς που επευφημούνε,
με σθένος σε χειροκροτούν
κι εγκάρδια απ' τα βάθη της ψυχής σε χαιρετούνε.
Μα σαν η ώρα θεννα ρθει
που πάνω σε όστρακα ο λαός θα σε χαράξει
δεν θα 'χει πια για σε άλλα βάθρα ν' ανεβείς
και μόνος πια θα στρέψεις το κεφάλι
μέσα μου να καθρεφτιστείς,
ω της ψυχής στερνή κραυγή,
μόνος θ' αράξεις πια σε ξένο περιγυάλι.
Κι ό,τι θα δεις, μήπως ποτέ σου ομολογήσεις.
Εξόριστος και ξένος θεννα ζεις
που πίστεψες της ψεύτρας τούτης ζήσης.
Κυριακή 1 Ιουνίου 2014
ΕΠΙΚΛΗΣΗ
Γυμνή Θεά,
μόνος εδώ στην άκρη αυτής της γης
Σε περιμένω.
Μη φοβηθείς τους δράκοντες
που ορθώθηκαν μπροστά μου,
ούτε το γόο της τρικυμισμένης θάλασσας,
που ανήμερη κατάκλυσε τα χάρτινα καράβια.
Έλα Θεά και μη σκιαχτείς!
Θά 'χω την πόρτα ορθάνοικτη για Σένα,
τα παραθύρια να θωρούν του ήλιου τις ανθίες
και μέσα μου θα καίει ένας καϋμός,
σαν γύφτικο παράπονο
στον ήχο μιας ξεκούρδιστης λατέρνας...
μόνος εδώ στην άκρη αυτής της γης
Σε περιμένω.
Μη φοβηθείς τους δράκοντες
που ορθώθηκαν μπροστά μου,
ούτε το γόο της τρικυμισμένης θάλασσας,
που ανήμερη κατάκλυσε τα χάρτινα καράβια.
Έλα Θεά και μη σκιαχτείς!
Θά 'χω την πόρτα ορθάνοικτη για Σένα,
τα παραθύρια να θωρούν του ήλιου τις ανθίες
και μέσα μου θα καίει ένας καϋμός,
σαν γύφτικο παράπονο
στον ήχο μιας ξεκούρδιστης λατέρνας...
Σάββατο 24 Μαΐου 2014
ΤΑ ΟΥΡΛΙΑΧΤΑ ΤΩΝ ΓΑΤΩΝ
Όταν οι γάτες ουρλιάζουν αυτό είναι πόλεμος,
και τα σκυλιά δεν θα πονέσουν ποτέ.
Οι γάτες, αλήθεια,
έχουν εφεύρει ένα θαυμάσιο τρόπο να αμύνονται,
με τα ουρλιαχτά τους δίαιση
να εισβάλλουν μέσ' τον ύπνο των νεκρών,
να εισχωρούν σε προτομές ηρώων,
σ' αγχόνες νεαρών παλικαριών μουντά να κρύβονται,
με την κραυγή κατάστικτη σαν σώμα σκοτωμένου.
Οι γάτες ξέρουν το τραγούδι της σιωπής,
που αιώνες τώρα ψυθιρίζουνε φυλές τσιγκάνων,
γυμνές μες της βροχής το κλάμα σαν πλαγιάζουν
κι ορφανεμένους ουρανούς χωρίς πουλιά να μελετούνε
ώσπου το γκρίζο να γενεί φωτιά και φως!
του κόσμου ο πόνος άρτος στο τραπέζι απάνω.
Απόψε η νύχτα είναι των σκυλιών,
που νικητές αργά θα περιφέρουνε κουφάρια γάτων,
με υγρές φωτογραφίες θ' ακολουθήσουν νικημένοι φορτηγά,
που μέσα νοσοκόμοι θα στοιβάξουνε μορφές αγίων
ολόγιομες μονάχα από θλιμμένες απουσίες.
και τα σκυλιά δεν θα πονέσουν ποτέ.
Οι γάτες, αλήθεια,
έχουν εφεύρει ένα θαυμάσιο τρόπο να αμύνονται,
με τα ουρλιαχτά τους δίαιση
να εισβάλλουν μέσ' τον ύπνο των νεκρών,
να εισχωρούν σε προτομές ηρώων,
σ' αγχόνες νεαρών παλικαριών μουντά να κρύβονται,
με την κραυγή κατάστικτη σαν σώμα σκοτωμένου.
Οι γάτες ξέρουν το τραγούδι της σιωπής,
που αιώνες τώρα ψυθιρίζουνε φυλές τσιγκάνων,
γυμνές μες της βροχής το κλάμα σαν πλαγιάζουν
κι ορφανεμένους ουρανούς χωρίς πουλιά να μελετούνε
ώσπου το γκρίζο να γενεί φωτιά και φως!
του κόσμου ο πόνος άρτος στο τραπέζι απάνω.
Απόψε η νύχτα είναι των σκυλιών,
που νικητές αργά θα περιφέρουνε κουφάρια γάτων,
με υγρές φωτογραφίες θ' ακολουθήσουν νικημένοι φορτηγά,
που μέσα νοσοκόμοι θα στοιβάξουνε μορφές αγίων
ολόγιομες μονάχα από θλιμμένες απουσίες.
Τρίτη 20 Μαΐου 2014
Τρίτη 1 Απριλίου 2014
Λέω πως ο άνθρωπος
Λέω πως ο άνθρωπος είν' ένας ήρωας,
γιατί γεννιέται και του χαμογελά ο θάνατος,
μεγαλώνει και περπατεί μαζί του,
γεννά τα παιδιά του
και του τα συντροφεύει πάλι αυτός,
στη σέλα του άλογού τους πλάϊ καθισμένος,
σπέρνει το χωράφι του
και του κρατάει το ινί ολόρθο,
σαν το στήθος να καρφώνει,
χάνει τη μάνα και τον κύρη του
και ξέρει πως ολόμαυρος αϊτός
ψηλά τού τους επήρε.
Λέω πως ο άνθρωπος είναι ο Διγενής,
γιατί γερνώντας παλιώνει με το θάνατο
ξέροντας πάντα πως ο Χάρος νικητής,
μες τις χρυσές φτερούγες
θα τον πάρει Εκείνου.
γιατί γεννιέται και του χαμογελά ο θάνατος,
μεγαλώνει και περπατεί μαζί του,
γεννά τα παιδιά του
και του τα συντροφεύει πάλι αυτός,
στη σέλα του άλογού τους πλάϊ καθισμένος,
σπέρνει το χωράφι του
και του κρατάει το ινί ολόρθο,
σαν το στήθος να καρφώνει,
χάνει τη μάνα και τον κύρη του
και ξέρει πως ολόμαυρος αϊτός
ψηλά τού τους επήρε.
Λέω πως ο άνθρωπος είναι ο Διγενής,
γιατί γερνώντας παλιώνει με το θάνατο
ξέροντας πάντα πως ο Χάρος νικητής,
μες τις χρυσές φτερούγες
θα τον πάρει Εκείνου.
Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014
Όλοι οι Θεοί του κόσμου είναι μέσα μου
Όλοι οι θεοί του κόσμου είναι μέσα μου
φτιαγμένοι από μαρτιάτικες βροχές και δάκρυα.
Ένα σμήνος από άστρα
καταποντίστηκε στο παράθυρο μου,
μαζί τους σκήπτρα, θρόνοι, στέμματα
από χρυσά κι αστραφτερά ρουμπίνια
Θεών των ανθρώπων.
Κι η νύχτα αυτόχειρας τα βύθισε
μες το φαρμάκι,
η αυγή αφουγκράστηκε τη θλίψη των θνητών
κι έδωσε ακτίδες και πηλό
να φτιάξουν μέσα τους είδωλα
Θεών και δαιμόνων, ημίθεων ξόανα,
ηρώων μύθους,
λίθους βαριούς ναούς για να στεριώσουν,
αηδονιών λαλήματα, βόμβους κενταύρων και βοών
ύμνους να γράψουνε γι αυτούς
και χέρια εκστατικά να υψώνονται
να τους λατρεύουν.
Θεοί του κόσμου,
μέσα μου μόνο με τους δαίμονες παλεύετε
και τα παλάτια και τα πλούτια σας μαζί
με φως σαν κύμα η αυγή
παντοτινά τα σβήνει.
φτιαγμένοι από μαρτιάτικες βροχές και δάκρυα.
Ένα σμήνος από άστρα
καταποντίστηκε στο παράθυρο μου,
μαζί τους σκήπτρα, θρόνοι, στέμματα
από χρυσά κι αστραφτερά ρουμπίνια
Θεών των ανθρώπων.
Κι η νύχτα αυτόχειρας τα βύθισε
μες το φαρμάκι,
η αυγή αφουγκράστηκε τη θλίψη των θνητών
κι έδωσε ακτίδες και πηλό
να φτιάξουν μέσα τους είδωλα
Θεών και δαιμόνων, ημίθεων ξόανα,
ηρώων μύθους,
λίθους βαριούς ναούς για να στεριώσουν,
αηδονιών λαλήματα, βόμβους κενταύρων και βοών
ύμνους να γράψουνε γι αυτούς
και χέρια εκστατικά να υψώνονται
να τους λατρεύουν.
Θεοί του κόσμου,
μέσα μου μόνο με τους δαίμονες παλεύετε
και τα παλάτια και τα πλούτια σας μαζί
με φως σαν κύμα η αυγή
παντοτινά τα σβήνει.
Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014
ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΓΥΡΩ ΜΑΣ
Αυτοί οι άνθρωποι που βλέπουμε γύρω μας,
είναι οι ίδιοι π’ ανταμώσαμε πριν χίλια τόσα χρόνια.
Δεν έχουν αλλάξει και πολύ οι τετριμμένες όψεις τους,
μονάχα όσα ήρθανε μείναν γι’ αυτούς αδιάφορα,
όλες οι τέχνες και τα σύνεργα γι’ αυτούς εμείναν ξένα
κι ας έχουν οι καιροί αδιάκοπα κυλήσει
κι όλα όσα ξέραν γίνανε μες σε μια μέρα τίποτα
και όσα πράξαν λιώσαν σαν κερί από φλόγα.
Αυτοί υπάρχουν σε μια σφαίρα από χώμα και νερό
και κρύβουν μέσα τους βαθιά μια πέτρα,
που οι βοριάδες κι ο χιονιάς την έχουν φθείρει
κι ακόμα περιμένουνε μιαν Άνοιξη λαμπρή,
για να δοξάσουν με καμπάνες και γιορτές
ό, τι απ’ αυτούς που φύγαν έχει μείνει.
Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014
Σώστης
Σώστης
Έμενε κάτω απ' τα χείλια του
κι άρπαζε τις λέξεις
με τις δυο μισάνοικτες παλάμες
κι ύστερα τις σήκωνε
κι απίθωνε το κενό τους στο φως,
σα να κολλούσε πίσω τις ψηφίδες του άρτου
" τούτο εστί το σώμα μου".
Σαν να τον έσωζε...
Έμενε κάτω απ' τα χείλια του
κι άρπαζε τις λέξεις
με τις δυο μισάνοικτες παλάμες
κι ύστερα τις σήκωνε
κι απίθωνε το κενό τους στο φως,
σα να κολλούσε πίσω τις ψηφίδες του άρτου
" τούτο εστί το σώμα μου".
Σαν να τον έσωζε...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)