Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

ΜΝΗΜΗ

Κάποτε η μάνα μου άπλωσε τα χέρια,
πήρε δυο πουλιά παγωμένα απ' τον τρόμο,
τ' απίθωσε στο προσκεφάλι μου
κι αρχίνησε να λέει μια προσευχή,
την άκουσαν κάτι παιδιά και γέρασαν απότομα,
την άκουσε μια πλύστρα και ζάρωσε στην κούνια ενός μωρού,
την άκουσαν οι νεκροί και τράβηξαν τη χλόη να πλαγιάσουν,
την άκουσαν τα κρίνα και γείραν δακρυσμένα στο ποτάμι.
Κείνη τη νύχτα ο κύρης μου πήρε το σουγιά
κι έκοψε τα δάκτυλα απ' τα χέρια μου,
δεν μπόρεσα ν' αγγίξω τα πουλιά,
πέρασαν χρόνια από τότε,
στα χέρια βλάστησαν ξερόκλαδα
και στο προσκέφαλό μου μαίνεται καιόμενη η μνήμη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου