Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

Στους Δυνατούς που επιβουλεύονται την Κύπρο
στη μνήμη του Γρηγόρη

Αυτό τον ήλιο μαζί σας
δεν μπορείτε να τον πάρετε και να φύγετε,
γιατί κάποιο παιδί ένα πρωί
έγινε λάβα και φωτιά,
για να 'χετε έναν ήλιο να φωτίζει τα βήματά σας,
για να 'χετε μια λευτεριά ν' απιθώνετε τα όνειρά σας,
για να 'χετε έναν κόσμο γιομάτο από φως!
Κι έγινε το ψωμί από λάβα, ήλιο και φως!

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014

Πάσκισα να ξεπεζέψω σ' αυτόν τον κόσμο,
που χρόνια καβαλλάρης στο λίκνο μου
είχα τις άγκυρες λειψές
κι ιτιές γερμένες στου άλογού μου το κεφάλι
πενθούσαν τις αγέννητες ανθίες των ονείρων μου.

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

ΜΝΗΜΗ

Κάποτε η μάνα μου άπλωσε τα χέρια,
πήρε δυο πουλιά παγωμένα απ' τον τρόμο,
τ' απίθωσε στο προσκεφάλι μου
κι αρχίνησε να λέει μια προσευχή,
την άκουσαν κάτι παιδιά και γέρασαν απότομα,
την άκουσε μια πλύστρα και ζάρωσε στην κούνια ενός μωρού,
την άκουσαν οι νεκροί και τράβηξαν τη χλόη να πλαγιάσουν,
την άκουσαν τα κρίνα και γείραν δακρυσμένα στο ποτάμι.
Κείνη τη νύχτα ο κύρης μου πήρε το σουγιά
κι έκοψε τα δάκτυλα απ' τα χέρια μου,
δεν μπόρεσα ν' αγγίξω τα πουλιά,
πέρασαν χρόνια από τότε,
στα χέρια βλάστησαν ξερόκλαδα
και στο προσκέφαλό μου μαίνεται καιόμενη η μνήμη.

Σάββατο 7 Ιουνίου 2014



Εάν η σήψη είναι το τέλος μιας διαδρομής
που φέρνει ο θάνατος,
τότε να μην πεθάνω ποθώ ποτέ
μα χώμα να γίνω.
Απεκδύθηκα το φως
κι έσβησαν μέσα μου οι φωνές, στερέψαν τα πηγάδια.
Χορτάριασαν τα μνήματα των ηρώων
η σκόνη κάθισε στο ζωνάρι του ήλιου
κι εμένα η δίψα μου καίει τα χείλη
κι είμαι κατάρα κι έρημος
κι όλο ποθώ τη στάλα της βροχής
να ζωντανέψει την ψυχή μου
τ' άγονα μέσα μου κλαριά να ξεδιψάσει

Τρίτη 3 Ιουνίου 2014

ΡΗΤΩΡ



Στης πόλης μέσα την κατάμεστη αγορά,
πύρινους λόγους εκφωνείς, ως ρήτωρ,
πορείες κινάς με τους πολλούς,
κι απ' όσους γύρω σου ικανούς,
λαμπρότερος εσύ απ' αυτούς
και πάντα εξεχόντως αριστεύων.
Βολέψου τώρα μες σε ωραία θέατρα,
γιομάτα φλογισμένους οπαδούς που επευφημούνε,
με σθένος σε χειροκροτούν
κι εγκάρδια απ' τα βάθη της ψυχής σε χαιρετούνε.

Μα σαν η ώρα θεννα ρθει
που πάνω σε όστρακα ο λαός θα σε χαράξει
δεν θα 'χει πια για σε άλλα βάθρα ν' ανεβείς
και μόνος πια θα στρέψεις το κεφάλι
μέσα μου να καθρεφτιστείς,
ω της ψυχής στερνή κραυγή,
μόνος θ' αράξεις πια σε ξένο περιγυάλι.
Κι ό,τι θα δεις, μήπως ποτέ σου ομολογήσεις.
Εξόριστος και ξένος θεννα ζεις
που πίστεψες της ψεύτρας τούτης ζήσης.

Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

ΕΠΙΚΛΗΣΗ

Γυμνή Θεά,
μόνος εδώ στην άκρη αυτής της γης
Σε περιμένω.
Μη φοβηθείς τους δράκοντες
που ορθώθηκαν μπροστά μου,
ούτε το γόο της τρικυμισμένης θάλασσας,
που ανήμερη κατάκλυσε τα χάρτινα καράβια.

Έλα Θεά και μη σκιαχτείς!
Θά 'χω την πόρτα ορθάνοικτη για Σένα,
τα παραθύρια να θωρούν του ήλιου τις ανθίες
και μέσα μου θα καίει ένας καϋμός,
σαν γύφτικο παράπονο
στον ήχο μιας ξεκούρδιστης λατέρνας...