Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Ούλον θωρείς την θάλασσαν

Ούλον θωρείς την θάλασσαν τζαι τάσσεις της πετράδκια
το τζύμμαν της το άγριον νάκκον για να μερώσει
τζαι της ψυσιής σου της φτωσιής συνάεις τα κομμάθκια,
πέτραν να σύρει πίσω της τζι άσπρον παννίν ν απλώσει.

Γιατί τ αμμάθκια σου τα δκυο λαλούν πως εν καθρέφτης
τζιαι μέσα τους πως φαίνουνται τζιαι θάλασσες τζαι ξέρη
τζι αν έσιει πλάσμαν ποννα πει τ ανάποδον εν ψεύτης
τζαι την αλήθκειαν πούποτε με γνώρισεν, με ξέρει.

Άννοιξες όπως τα φτερά τ άσπρα τα δκυο σου σιέρκα
μέσα εις τες αγκάλες σου να με ποσιαιρετίσεις
τζιαι μες τα στήθη τα φτωχά μου εκάρφωσες μασιαίρκα
τζι έγειρα όπως το πουλλίν να με ποτζιεφαλίσεις.

Μανούλλα μου, τ αμμάθκια μου δκυο ποταμοί που τρέχουν
τζι απου τον αναστεναμόν ραϊζουσιν τα όρη
ανταν να δω στον ύπνον μου πλεούμενα να φεύκουν
τζι εσέναν πάνω να πετάς τζιαι να μου φεύκεις κόρη.


Διέξοδος, 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου