Ούλον θωρείς την θάλασσαν τζαι τάσσεις της πετράδκια
το τζύμμαν της το άγριον νάκκον για να μερώσει
τζαι της ψυσιής σου της φτωσιής συνάεις τα κομμάθκια,
πέτραν να σύρει πίσω της τζι άσπρον παννίν ν απλώσει.
Γιατί τ αμμάθκια σου τα δκυο λαλούν πως εν καθρέφτης
τζιαι μέσα τους πως φαίνουνται τζιαι θάλασσες τζαι ξέρη
τζι αν έσιει πλάσμαν ποννα πει τ ανάποδον εν ψεύτης
τζαι την αλήθκειαν πούποτε με γνώρισεν, με ξέρει.
Άννοιξες όπως τα φτερά τ άσπρα τα δκυο σου σιέρκα
μέσα εις τες αγκάλες σου να με ποσιαιρετίσεις
τζιαι μες τα στήθη τα φτωχά μου εκάρφωσες μασιαίρκα
τζι έγειρα όπως το πουλλίν να με ποτζιεφαλίσεις.
Μανούλλα μου, τ αμμάθκια μου δκυο ποταμοί που τρέχουν
τζι απου τον αναστεναμόν ραϊζουσιν τα όρη
ανταν να δω στον ύπνον μου πλεούμενα να φεύκουν
τζι εσέναν πάνω να πετάς τζιαι να μου φεύκεις κόρη.
Διέξοδος, 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου