Κυριακή 24 Απριλίου 2011

Από τη συλλογή "διέξοδος", 2010

ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ

Δίχως χαρά βυθίζομαι στης θάλασσας τα βάθη
κι η αλμύρα της μου τα ’καψε τα μαραμένα χείλη
κι όταν δειλά παίξει το φως στην ασημένια πλάση,
αναδυόμενη κρατώ περίλαμπρο κοχύλι.

Δύο φωτιές αστραφτερές σα δίδυμα φεγγάρια,
τα μάτια μου που φέγγουνε, η θλίψη κι η χαρά μου,
δυο αετοί που πέτρωσαν στη γη σαν τα λιθάρια
και να πετάξουν δεν μπορούν να φτερωθεί η καρδιά μου.

Μάστορα Ήλιε, που τρανά ψηλοπατείς στα ουράνια
και που ξυπνάς απ’ την αυγή το φως σου για να φέξεις
και που τον κόσμο πελεκάς με λύρες και με μάγια,
δως μου κι εμέ τη σμίλη σου να πελεκήσω λέξεις.

Μούσα που Εσύ προικοδοτείς της σκέψης μου τ’ αμπάρια
και με χρυσά λιογέρματα τη μνήμη μου γιομίζεις,
γιόμισ’ μου απόψε την καρδιά μ’ εβένους, κεχριμπάρια,
Συ που τα άσπρα μάρμαρα σ’ ωραίους ναούς δωρίζεις.

Άγγελε Συ που σεριανάς δίχα να στρέψεις πίσω
και σαν τα στάχυα πέφτουν τα κεφάλια των ανθρώπων,
δως μου τ’ αθάνατο νερό το Χάρο να νικήσω
και να του κλέψω τη λαλιά με στίχους των ερώτων.

Αυγή που λύχνους πέτρινους φυσάς πνοή ν’ ανάψεις
κι ανοίγεις δρόμους εμπροστά με το γοργό σου τ’ άτι,
έλα μπροστά μου, Φωτεινή, το δρόμο να χαράξεις,
να μπω τρανή βασίλισσα στου Χρόνου το παλάτι,

να κλέψω απ’ τα ρολόγια Του τους δείκτες και τις ώρες
και να γυρέψω απ’ τον Ερμή το νήμα να Του κόψει,
να κατοικήσω αρχόντισσα σε χρυσαφένιες χώρες,
δίχως σημάδια του καιρού στο σώμα και στην όψη.




Σάββατο 23 Απριλίου 2011

Από τη συλλογή "διέξοδος", 2010

ΝΥΧΤΑ
Ποιο είναι το βασίλειο σου;
Με διαδήματα χρυσά και μ’ αμεθύστους,
γυρνάς μες σε ανάκτορα μυκηναϊκά,
σε στοιχειωμένες αίθουσες
κι εστίες λατρείας Θεών και ηρώων μυθικών,
τις νύχτες που το φεγγάρι
ζωντανεύει με θωπείες τις ψυχές τους.
Φτιαγμένος για τα μεγάλα και τα ωραία,
γυρνάς θριαμβευτής στην αγορά,
περνάς από ανάγλυφες καμάρες
διαπομπεύοντας τους αιχμαλώτους σου,
ατιμάζοντας τις σκλάβες σου,
ξεφαντώνοντας σε συμπόσια αυτοκρατορικά
κι ένα – ένα κουρσεύοντας τα κάστρα μου,
κάτω απ’ το χλωμό φως του φεγγαριού,
μιας νύχτας κίτρινης, στα παραπήγματα
των λεπρών μου ηρώων.
Θα ντυθώ απόψε το φεγγαρόφως της νύχτας
με τις δέκα πληγές του Φαραώ
και θα ενσαρκωθώ τη φωνή
του Έβδομου Άγγελου της Αποκάλυψης,
σαν τη φρικτή κραυγή του Εκδικητή του Άδη,
που άκουσε το γοερό κλάμα των νηπίων.
Ήταν μια νύχτα με πανσέληνο,
στου Πρωτέα τις αμμουδιές,
σαν τότε «που άκουσαν
οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες  τ’ αηδόνι
κι έσυραν το θρήνο
κι ανάμεσο τους η Ελένη»,
σαν τότε που βρέθηκες στο τρίστρατο
όπου έλυσες το αίνιγμα της σφίγγας
που τόσα χρόνια τους ανθρώπους τυραννούσε,
κι ως λυτρωτή σε δέχτηκαν στη Θήβα,
προσφέροντας σου της Βασίλισσας το χέρι,
να διαφεντεύεις όπως σού παν  το λαό της,
μέχρι την άλλη νύχτα, που ο αγύρτης,
μάτια στα μάτια σου κι αφτιά στ’ αφτιά σου
θενά δώσει, τις «εξαίσιες μουσικές
του μυστικού θιάσου», για ν’ ακούσεις.

Παρασκευή 22 Απριλίου 2011

Από τη συλλογή "το κοράκι και το δέντρο"

Η ΜΝΗΜΗ

Αυτά τα αγριόχορτα,
τα βαρυφορτωμένα από μνήμη,
σε ποιων ανέμων τη βουλή άραγε κλίνουν;
Ανάμεσο του χρόνου και της ύπαρξης
ελλοχεύει ένα πεδίο τραχύ,
σα χώρος εκτέλεσης αγαπημένων συντρόφων,
που μόνο η ανάμνηση τον εγνωρίζει τώρα.
Ό,τι βλέπεις υπάρχει σαν θείο δώρο που
η ζωή λαμπρύνει με γιρλάντες και δροσιές.
Ό,τι χάθηκε είναι πια λάφυρο του θάνατου
και μια υφάντρα από μνήμη πλέκει τον ήλιο,
πλέκει τη σελήνη με μίτο από φως
σαν τέτοιο που το Θησέα οδήγησε
στο ξέφωτο του κόσμου.

Μα ένα φως όλο χαρά
όπως μια στάλα αλήθειας
σ’ έναν ατέλειωτο ουρανό από θλίψη,
σε μιαν ατέλειωτη λίμνη από δάκρυα,
όπως απρόσμενο γέλιο από το κλάμα
νεογέννητου παιδιού σ’ ένα δωμάτιο,
έχει τα βλέφαρα στολίσει των ματιών μας,
σαν ένα χελιδόνι αλάλητο,
που κρύφτηκε απ' τα μάτια της ζωής
κι ακόμα κάθεται βουβό,
προσμένοντας μιαν άνοιξη λαμπρή
να φτερουγίσει.

Σ' αναζητήσεις τέτοιες μην ξοδεύεσαι κι αιτίες.
Κλείσε τα μάτια να διαβάσουμε το ποίημα
που γράφει ο έσπερος στην αγκαλιά τ' ουρανού.
Από τη συλλογή "το κοράκι και το δέντρο"

Τ’ ΑΜΜΑΘΚΙΑ ΤΑ ΠΕΡΙΛΥΠΑ.
Στον αγνοούμενο

Τ’ αμμάθκια τα περίλυπα, όποιος τα δει δακρύζει
τζιαι η καρκιά του γένεται ποζαύλιν τζιαι ραΐζει.

Τζείνα τ’ αμμάθκια τα θολά, που κλαίσιν μα δεν τρέχουν
πως εν του κόσμου ποταμοί, κάποιοι να πούσιν έχουν,

ότι τζιυλούσιν μέσα τους του κόσμου τα μαράζια
τζιαι σμίουν με της θάλασσας τα τζύμματα, τα μαύρα

τζι ότι τη λύπην έχουσιν σημάδιν του θανάτου,
τζιαι πα’ στην νιότην έρκεται το τέλος του νημάτου.

Τ’ αμμάθκια τα λυπητερά, πού χουν την λύπην μέσα
εν κλάμαν μέσα στην καρκιάν τζιαι στην ψυσιήν μου μέσα,

τζι όποιος τα δει λαβώνεται τζι αγιάτρευτος μεινίσκει
τζι άρκοντας ένι, για φτωχός, πέφτει τζιαι μαρανίσκει.

Τζι αν έσιει στράτες πον είδεν μες τον ντουνιάν ακόμα
πιάνει τζιαι πα παρπατητός με την ψυσιήν στο στόμαν,

τζιαι λούννουνται τα δάρκα του ούλα τα μονοπάθκια
τζι αρνιέται φίλους τζιαι δικούς τζιαι κάμπους τζιαι παλάθκια.

Τ’ αμμάθκια τα περίλυπα εν πίκρα τζιαι μαράζιν
τζι όποιος δικλίσει πάνω τους, έρκεται το χαλάζιν,

μα νάμαν ένι στην ψυσιήν τζιαι λάδιν στο καντήλιν
τζιαι φέγγουν πάνω στα βουνά τα μνήματα το δείλιν.

Το φως τους ένι παστρικόν, ήλιος πον εγεννήθην,
μ’ αντάν ξεβεί που το πουρνόν, τον κόσμον να φωτίσει,

ενν’ άψει μες τα σπλάχνα μου λαμπρόν πον καταλυέται,
να κρούζει το κορμάτζιν μου, τζι αν ζιει, να τυραννιέται.

Περίλυπ’ εν τ’ αμμάθκια σου τζι άβυσσος η καρκιά σου,
μασιαίριν που με κάρφωσεν στο στήθος η θωρκά σου.

περίλυπ’ εν τ’ αμμάθκια σου, τζι εγιώ φωθκιά π’ αφταίννει,
τζι ορμάνια, κάμπους τζιαι βραμούς, ο πόνος μου θκιαβαίννει.


Το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε στη συλλογή «της αγάπης τζιαι του καμού» το 2008 σε μικρότερη έκταση.
Από τη συλλογή "διέξοδος"

ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡΟΜΟΣ

Έχεις ορμήξει στον αυτοκινητόδρομο
κι έχεις σφηνώσει το πόδι στο γκάζι,
δεν σταματάς,
η οργή σου τάλιρο ριγμένο
σ' ένα δίσκο του καφέ,
ξεφεύγεις τους τροχονόμους
βγαίνοντας στα δεξιά,
στις πινακίδες οι προειδοποιήσεις :
«η ταχύτητα σκοτώνει».
Έχεις αγγίξει τα 200
κι απ’ το τζάμι βλέπεις
την ψυχή σου να σε προσπερνά,
διατρέχοντας θανάσιμο κίνδυνο...
Από τη συλλογή "το κοράκι και το δέντρο", ISBN 978-9963-8938-4-3

ΜΥΣΤΑΓΩΓΙΑ

Η αγκαλιά σου το λίκνο της λύπης μας,
μια Παναγιά χωρίς Χριστό,
που λιτανεύει άτεκνη στους δρόμους του κόσμου.
Η θλίψη μου απόψε ένας αμύστευτος πιστός,
τα βήματα σου ακολουθεί
σε πολιτείες ξένες και σε στενορύμια άλλης γης,
που τα ιερά γκρεμίστηκαν
κι οι μύστες έχουνε πεθάνει.

Αόρατος είμαι, γύρνα να με δεις,
στα μάτια μου μονάχα στέκει ένα χάος βαθύ,
που μέσα του μπορείς ν’ ανιχνεύσεις
μια άβυσσο μνήμη.
Τα πτώματα επιθυμώ ακατάπαυστα να θάψω
των νεκρών σου νηπίων,
που μόλις αντικρίσανε το φως
στον Άδη πέσανε αφίλητα,
γιατί ο Ιωσήφ ανοραμάτιστος
ανέμελα άπλωνε τα όνειρα του στον ήλιο
και πρόλαβε ο Ηρώδης μ’ ένα σφουγγάρι να τα σβήσει.

Κι εσύ ανίερη
απ’ την εικόνα σου κατέβηκες,
άτεκνη Θεοτόκε.

Κι έμεινε ο Μεσσίας νεκρός
κι έμεινε ο Θεός άκτιστος
κι έμεινε ο κόσμος αλύτρωτος
και ο Παράδεισος αδειανός
και οι ψυχές των ανθρώπων
θλιμμένα γίνανε άστρα.


*Για τις διανοητικές διαταραχές