ΤΟ ΤΡΕΝΟ
Τον ύπνο δεν τον προσκαλώ, μήτε το θάνατο.
Δεν είμαι πια μικρό παιδί
για να με νανουρίζουν μες την κούνια,
ούτε και γέροντας με μοιρολόγια
να μου πλέξουν προσευχές.
Κάποτε είχα λίγους φίλους,
άλλοι μισέψανε βαθιά μες το σκοτάδι
κι οι άλλοι γίναν κάτοπτρα
σε αίθουσες συγχρωτισμού,
όπου το φως διαθλάται ανερμάτιστο
κι οι κώμες των ανθρώπων μοιάζουνε ξανθές.
Κι εγώ πορεύομαι ανάμεσο του κόσμου
σε μια οδό μ’ ανήλιαγα μπαλκόνια
κι ένα παλτό με τσέπες τρύπιες απ’ το χρόνο
απ’ όπου φεύγουν μόνο όσα
εδώ δεν πρόκειται να μείνουν
κι όσα θα μείνουν πάλι
είναι ραμμένα και κρυμμένα
σε πουγκί γερό, στη μέσα τσέπη
ετούτου του πανωφοριού μου.
Το ξέρω βέβαια, πως κάπου εκεί στο τέρμα
με περιμένει ένα τρένο σκοτεινό
μ’ ένα οδηγό που η όψη του
με συννεφιά φαντάζει
κι ένα σταθμάρχη που το χέρι θα του σφίξω
θενά του δώσω το πουγκί
και θα του πω με πρόσωπο βαθιά θλιμμένο:
«Φεύγω λοιπόν. Αν λυπάμαι για κάτι,
είναι που δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω
όλα αυτά που εδώ θα μείνουν
κι απ’ όσα πάλι έχουν φύγει
τα χείλη μείνανε στεγνά
κι εγέμισαν με δάκρυα
τα ποτάμια του κόσμου».
"Αμνηστία", 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου