Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ
Όταν ο Μέγας βασιλεύς της Πόλης, Κωνσταντίνος,
γυρνούσε λένε νικητής με το «εν τούτω νίκα»,
από της Ρώμης που έσβησε τ’ άντρο των αλλοθρήσκων,
θριάμβου εστήσανε σ’ αυτόν καμάρες να περάσει
και με χλαμύδες αργυρές μ’ ολόχρυσα πλουμίδια
κι ενδύματα ολοπόρφυρα της δόξας τον εντύσαν
κι απ’ τα λαμπρά τα λάφυρα τ’ άριστα του χαρίσαν.
Όμως μια γραία καρτερική, η έντιμη τροφός του,
που τον ανέθρεψε στο φως και στης τιμής το δρόμο
σ’ ένα φεγγάρι θαλερό, που εστάθη ν’ αγναντέψει,
έτσι ορκιζόταν κι έλεγε στο φως των ομματιών της:
ότι καθόλου ο βασιλιάς θριαμβευτής δεν βγήκε
στης Πόλης τα παράθυρα τα πλήθη να γητεύσει.
Μόνο εκαθόταν θλιβερός στη μαύρη κάμαρη του
κι ύψωνε τάμα στο Θεό το στέμμα να του πάρει
και τις χρυσές φτερούγες του που μαρτυρούν τη νίκη
Του εγύρευε με τη φωτιά το σίδερο να δέσει
μ’ αστροπελέκι αστραφτερό στο χώμα να τις ρίξει.
Αυτά μονάχος εύχουνταν του κόσμου ο στρατηλάτης,
μήπως τρανά ψηλοπατεί και νικηθεί από Κείνον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου