2. ΤΗΣ ΧΡΥΣΤΑΛΛΟΥΣ
Στο σταυροδρόμι συνάντησα
τη Χρυσταλλού της οργής
και της οδύνης,
τη μάνα του.
Με βρήκε λαβωμένο πουλί,
να τρέχω μακριά από δω.
«Με πας πιο κάτω»;
«Σε πάω όπου θες».
Οι δρόμοι κάπου τελειώνουν,
τα σύνορα πολιορκεί η θάλασσα
και γύρω ακούγονται μόνο ριπές
από εκτελέσεις αιχμαλώτων.
Αλίμονο!
Με όρισαν πριν να υπάρξω,
το μπόι μου μετρήσαν σε χρυσό
και με πουλάν στις αγορές
του κόσμου.
Η μνήμη ξεκούρδιστη λατέρνα,
βουλιάζει στην άσφαλτο..
Κι η γη μου,
κατάσπαρτη σταυρούς
από κενοτάφια ηρώων.
«Γεια σου, στο καλό».
Φεύγοντας κοιτάχτηκα στον καθρέφτη
και διάβασα τις χαραματιές στο κούτελο:
«α-γνο-εί-ται η τύ-χη της».
*στη μάνα του αγνοούμενου
"διέξοδος" , 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου