ΤΙΜΗΣ ΕΝΕΚΕΝ
1.ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ
Όλοι αυτοί οι νεκροί για ποια πατρίδα άραγε κινήσαν,
σε ποιους τάχα βωμούς πάνε να κατοικήσουν
που η δόξα ατέρμονα στους δρόμους δάφνες περιφέρει;
Εδώ τα ηρώα γκρεμιστήκαν
κι εμείναν τα ιερά ακατοίκητα από Θεούς
και τα ρυτά αδειανά από κρασί και λάδι.
Εδώ μονάχα στέκει η γη καμένη,
τα όρη άδεντρα σκεπάζει ο καπνός,
όσους απέμειναν βαραίνει μια μνήμη από μολύβι
κι οι ρήτορες στα βάθρα περιφέρουν τα τρόπαια ενός αγώνα
χρόνια κατοπινού από μάχες, όπου οι νεκροί έχουν πέσει
τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι.
2.ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ
Στον αγνοούμενο
Αυτό το άγαλμα που στέκει βλοσυρό
στην κεντρική πλατεία,
με μια κορμοστασιά γερή
κι έναν ωραίο παριστάνει άντρα,
ήρωας λένε πως λογιέται όλοι αυτοί,
που με το δέος στη ματιά τον ατενίζουν.
Όμως εγώ κάποιο θλιμμένο πρωινό,
που τα δάκρυα της ψυχής μου δεν ξεχώριζα
απ’ της αυγής την ανοιξιάτικη δροσιά,
σ’ ένα δωμάτιο σκοτεινό,
μ’ ένα καντήλι ορφανεμένο να φωτίζει,
αντίκρισα έναν ήρωα που μια σταλιά,
μια φούχτα ήτανε κόκαλα
κι οι Παναγιές σκυφτές τα προσκυνούσαν.
Παραθέτω αυτή τη σελίδα από το ημερολόγιο των εφηβικών μου χρόνων,
ως ένδειξη τιμής σ’ αυτούς που έβαλαν το χρέος πάνω από οτιδήποτε άλλο, ακόμα και πάνω από την ίδια τους τη ζωή.
Αγαπητό μου ημερολόγιο.
Τούτο το δείλι ο ουρανός είναι κατακόκκινος κι είναι γιομάτος οργωμένα σύννεφα και μοιάζει τόσο πολύ σα να περιμένει ένα χέρι να τον αγγίξει και να τον κατεβάσει στη γη. Και κάθε φορά που ο ουρανός είναι σαν και τώρα μια ανατριχίλα διαπερνά το κορμί μου και το παγώνει.
Θυμούμαι τον Ιούλιο του 1974, όταν η ανατολή ήταν κατακόκκινη και ο πατέρας καθόταν στο πεζούλι του σπιτιού μας στη Λάπηθο και περίμενε μ’ αγωνία τις ειδήσεις που θα τον πληροφορούσαν πού θα κατέληγε η πολιτική αναρχία που επικρατούσε τις θλιβερές εκείνες μέρες της προδοσίας.
Κι η μητέρα μου έβλεπε συνεχώς τον ουρανό και έλεγε με την ίδια πάντα ταραχή : « Κοιτάξτε τον ουρανό τι κόκκινος που είναι! Παναγιά μου! Πόλεμος θα γίνει! ».
Και γω τρομαγμένη και θέλοντας να βεβαιωθώ – ίσως να μην το καταλάβαινε – τη ρωτούσα : « μητέρα, θα γίνει πόλεμος»;
« Μα δε βλέπεις τον ουρανό τι κόκκινος που είναι»; Μ’ απαντούσε.
Και τότες εγώ, κατατρομαγμένη απ’ το «τέρας» αυτό που μ’ απειλούσε, έβγαινα δειλά – δειλά έξω, έβλεπα τον ουρανό κι έτρεχα να κρυφτώ από τούτο το θανατηφόρο θεριό.
Κι από τότε ένας φόβος έχει σημαδέψει την ψυχή μου και κάθε φορά που ο ήλιος κοκκινίζει την ανατολή, νιώθω την ίδια πάντα ανατριχίλα να διαπερνά το κορμί μου και βλέπω το ίδιο πάντα θεριό ν’ απλώνει τη σκιά του πάνω σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα, όπως την άπλωσε άλλοτε πάνω από την αθώα παιδική μου καρδιά.
Χρυστάλλα Μαγγανή,
30/11/1985
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου