Το κορίτσι με τα θλιμμένα μάτια.
(Στην ψυχολόγο Λίζα Ζαμπά, που μας επισκέφτηκε στις 23/03/10 , ημέρα Τρίτη μαζί με τον κ. Γεωργιάδη, από τη ΔΕΑ και μας έφερε το μαντάτο της ανεύρεσης και ταυτοποίησης των λειψάνων ενός εικοσιεννιάχρονου παιδιού, του θείου μου Ανδρέα Πέτρου Χατζηχριστοδούλου, έφεδρου καταδρομέα από τη Λάπηθο, που συνελήφθη ως αιχμάλωτος και εκτελέστηκε από τους Αττίλες τον Ιούλιο του 1974. Η κοπέλα είχε την ίδια θλίψη στα μάτια με τον θείο μου, γι’ αυτό από διαίσθηση κατάλαβα τι θα μου πει).
Μόλις είχε αρχίσει να σουρουπώνει εκείνο τ’ ανοιξιάτικο δείλι, που η ευωδιά των γιασεμιών έμπαινε απ’ το παράθυρο και η μαρτιάτικη δροσιά έσμιγε με τ’ αγέρι, έσμιγε με τον έσπερο κι άπλωνε τη γλύκα της σ’ όλα τα μέλη του κορμιού, σ’ όλα τα κύτταρα της νόησης, για να ιδούν την Έγερση του Άδωνη, που τόσο νέο, η γη ήταν αδύνατο να τον κρατήσει κι η Άνοιξη τον ήθελε ολοδικό της, για να ολοκληρωθεί.
Ένα μικρό φεγγάρι έγειρε σαν περίεργο παιδί, να δει μέσ’ απ’ το παράθυρο το κορίτσι με τα θλιμμένα μάτια, που μόλις πρόβαλε στην πόρτα και γιόμισε το σπίτι με λυκόφως. Δεν ξέρω πώς, ούτε γιατί, αλλά στα μάτια της είχε μια λύπη βαθιά, που πήγαινε πέρ’ απ’ τη ζωή, πέρ’ απ’ το θάνατο, σα να ’ταν αυτή η μόνη μάρτυρας στα Πάθη Του, που κανείς θνητός δεν αντίκρισε, έξω απ’ τη χαρμόσυνη στιγμή της Αναστάσεως.
Κι ένιωσα κείνη τη στιγμή μια παγωνιά, σα να ’χε ο χρόνος άξαφνα γυρίσει κι ερχόντουσαν τα χιόνια του Δεκέμβρη στην καρδιά μου.
Κάθισε αντίκρυ στο παράθυρο του φεγγαριού και δε μιλούσε, μα η σιωπή της κάρφωνε το δείλι σε σταυρό και την ψυχή μου ένα πέπλο σκέπαζε διάφανο, σαν το αντίκρισμα του κόσμου μες σε μια γυάλινη σφαίρα, τη φοβερή εκείνη στιγμή της Κρίσεως, που οι άνθρωποι ξορκίζουν με τάματα και προσευχές. Και δεν ήθελα τίποτ’ άλλο να της πω, παρά μονάχα πως ο γιος της Άνοιξης της ταίριαζε, με τις αχτίδες του ήλιου στα βλέφαρα και τα χρυσά μαλλιά. Γιατί το βλέμμα της μαρτυρούσε πως πήρε κάτι από εσένα, που τη θλίψη στα μάτια σου τραγούδησα, που ’ναι σημάδι εκείνου του Άγγελου της Νύχτας, που αδέκαστος γυρνάει το σπαθί του και σαν τα στάχυα πέφτουν τα κεφάλια των νέων ανθρώπων Κι ακόμα γιατί θυμόταν απ’ τον καιρό που οι δάσκαλοι για ήρωες της μιλούσαν μυθικούς και παλικάρια στη δόξα τυλιγμένα, που πέθαιναν με το τραγούδι της λευτεριάς στο στόμα.
Και λύνοντας τη σιωπή της, μού ’πε πως σ’ είδε να διαβαίνεις λιβάδια από ασφοδίλι, καβάλα στο μαύρο άλογο Εκείνου, που νιους και νιες έχει συνήθειο να παίρνει πέρ’ απ’ τη ζωή, πέρ’ απ’ τον κόσμο, δίχως οίκτο και λύπηση. Κι όταν η κόρη γύρισε να φύγει, το σκοτάδι είχε κιόλας πέσει και πήρε η νύχτα να βαθαίνει, σαν το κρυφό μυστήριο του θανάτου, που κανείς θνητός δεν μπόρεσε ποτέ να εξιχνιάσει.
Μα κείνο το δείλι, που πέτρωσε μες την ψυχή μου σαν ένας βράχος να μου τρώει τα σωθικά, πέθανε μέσα μου η Άνοιξη είκοσι εννιά φορές.
Δημοσιεύτηκε στη Σημερινή στις 23/04/10 και στη Χαραυγή στις 25/04/10
............................................................................................................
από τη συλλογή "διέξοδος"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου