Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

Από τη συλλογή "Διέξοδος", ISBN 978 - 9963 - 8938 - 3 - 6

Αφιερωμένη στη μνήμη: του πατέρα μου που έλαβε μέρος στην αντίσταση κατά του πραξικοπήματος.
του θείου μου που παρέμενε αγνοούμενος έως πρόσφατα. Εκτελέστηκε εν ψυχρώ από τους Αττίλες ενώ πολεμούσε στην Κερύνεια. Τώρα θεωρείται πεσών.

ΜΙΛΟΥΝ
Μιλούν,
μα κανένας δεν πεθαίνει
για τα λόγια του.
Μες την οργή μιας αγριεμένης μέρας,
φόρεσα τα κέρινα φτερά του λαβωμένου Ίκαρου
και τόλμησα να πετάξω ψηλά,
γιατί πίστεψα πως ο ήλιος
δεν είναι παρά ο προορισμός μου.
Μες τη σιγή μιας ολάκερης χώρας
ντύθηκα τον τρόμο του έκπτωτου Άγγελου,
γιατ' είχα τη φρικτή κραυγή
του συντριφθέντος της κόλασης
και δεν ταίριαζα με τις μελωδίες
των φλογέρων.
Θα λέω τις λέξεις μου φωτιές,
γιατί ξεθάβουν διαρκώς
τους νεκρούς μου.
Ποιος είν' αυτός που λύνει τη σιωπή
κι αναγγέλλει την έλευση της Άνοιξης,
εκχερσώνοντας τους κάμπους της θλίψης μου;
Θα σιωπώ για ν' αφουγκράζομαι
τον ακούραστο μελοποιό
των τραγουδιών των κρίνων
και των δελφινιών,
θα υπομένω για ν' αντικρίζω
τον άρχοντα των ανέμων
του βασιλείου των φτέρων
και των θυμαριών
και την κραυγή του τσακαλιού
μέσα στη νύχτα,
γιατί παραιτήθηκα απ' το κυνήγι
των Λαιστρυγόνων και τον Κυκλώπων.
Και παίδεψα το φως των οφθαλμών μου
με τα κοράκια
και κούρασα τη γαλήνη της ψυχής μου
με τις ύαινες,
αναλυόμενη σε ποτάμια,
αποσυντιθέμενη στα χρώματα της ίριδας,
μέσα σε μέρες ξεσηκωμένες
και χρόνια άγραφα στα μητρώα των ανθρώπων
και πράξεις άγραφες στα μητρώα της ιστορίας.
Κι αποκοιμήθηκα
μες το μαρμάρινο παλάτι,
χωρίς την προσμονή για το φιλί του βασιλιά
κι αλυσοδέθηκα μες τη σπηλιά του δράκου,
χωρίς τη λύτρωση από τον Άγιο Καβαλλάρη
και το έλεος των δώδεκα Θεών.
Πού είναι ο Άγγελος της Νύχτας,
που αδέκαστος βροντάει το σπαθί του
στα κεφάλια των ανόμων;
Γνώρισα τη νύχτα της φυγής
έναν ολάκερο λαό να ζητιανεύει
κομμάτια από θύμησες
και κόκαλα νεκρών,
δίχως μυρσίνες και δάφνες.

Θα μιλάω για ήρωες,
γιατί υπέστειλα τα ξύλινα όπλα
των ανθρώπων.
Γιατί ύψωσα εστίες και βωμούς
και θυσίασα εκατόμβες
σε νεκρούς άταφους,
σε πεσόντες ανέξοδους,
σε Θεούς αγνοούμενους,
χωρίς τύχη, χωρίς σώμα,
χωρίς μύρα να τους ραίνουν
στο στερνό τους ταξίδι.

Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

Από τη συλλογή "Πήλινα Χέρια" Διεθνής Αριθμός 9963-8938-0-5
ΑΥΤΟΜΟΛΟΣ
Μέχρι να μεστώσει ο στίχος
απ' τα κατάβαθα της ύπαρξης
ως την άκρη των χειλιών
μάζευε τις οιμωγές των αυτόμολων,
που αφού αμολήσουν μια κραυγή
γέρνουν σαν από νόμο και πεθαίνουν.

Η ΑΝΟΙΞΗ
Είχα την Άνοιξη
ανάπαυλα στη νύχτα
πανήγυρη στ' αλώνια του νότου
και πέρασε ολάκερη,
τόσο μυστικά,
σαν ουράνιο τόξο
πάνω από τους αιθέρες,
χωρίς να μ' αγγίξει.